Βιογραφικό

Βιογραφικό

Image
Image
  • Γιώργος Ζογγολόπουλος (Αθήνα, 1903–2004)
  • Ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος...

    ...γεννήθηκε στην Αθήνα το 1903 και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1924-1930).
    Από το 1930 εργάστηκε στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Υπουργείου Παιδείας μελετώντας σχολικά συγκροτήματα, ναούς και μουσεία, ενώ το 1938 παραιτήθηκε από τη θέση του για να αφοσιωθεί στη γλυπτική.

    Το 1936 παντρεύτηκε με τη ζωγράφο Ελένη Πασχαλίδου–Ζογγολοπούλου.

    Το 1949 με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης συνέχισε τις σπουδές του στη γλυπτική στο Παρίσι στο εργαστήριο του Marcel Gimond και το 1952 με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών μετέβη στην Ιταλία όπου ειδικεύτηκε στις τεχνικές της χαλκοχυτικής. Το 1953 έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού (Societé Européene de Culture) και από το 1960-1988 υπήρξε μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της.

    Από τη δεκαετία του ’70 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’90 διατηρούσε με τη σύζυγό του Ελένη εργαστήριο στο Παρίσι, συμμετέχοντας ενεργά στα εικαστικά δρώμενα της γαλλικής πρωτεύουσας.

  • Ο «αιώνιος έφηβος»...

    όπως τον αποκαλούσαν, ερεύνησε το μέτρο και την αρμονία στην τέχνη του.
    Ως καλλιτέχνης έλαβε πολλές επίσημες διακρίσεις και έργα του βρίσκονται σε σημαντικούς δημόσιους χώρους της Ελλάδας, της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς επίσης και σε πολλές ελληνικές και ξένες συλλογές και μουσεία.

    Εκπροσώπησε την Ελλάδα 11 φορές σε θεσμούς Biennale ξεκινώντας από το 1940 έως και το 2001.
    Συμμετείχε σε Πανελλήνιες Εκθέσεις και έλαβε μέρος σε δεκάδες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

    Το 2004 σύστησε το κοινωφελές Ίδρυμα Γεωργίου Ζογγολόπουλου και απεβίωσε το ίδιο έτος. Στο Ίδρυμα κληροδότησε όλο το καλλιτεχνικό του έργο, καθώς και εκείνο της συζύγου του ζωγράφου Ελένης Πασχαλίδου–Ζογγολοπούλου.

    Η κατοικία και το εργαστήριο όπου το ζεύγος Ζογγολόπουλου δημιούργησε για πάνω από 60 χρόνια είναι επισκέψιμη, αποτελώντας πλέον την έδρα του ομώνυμου Ιδρύματος το οποίο στοχεύει τη μελέτη, συγκέντρωση, προβολή, διάδοση και αξιοποίηση του έργου των δύο καλλιτεχνών.

    Αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα >>

Διαγωνισμοί & βραβεία

Διαγωνισμοί & βραβεία

1937 Πεδίον του Άρεως : Προτομή του Ανδρέα Μιαούλη.

1947 Μνημείο Δήμου Αγίου Γεωργίου, Πειραιάς : Α’ βραβείο.

1952 Αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για μια εκκλησία 1000 ατόμων. Α’ βραβείο σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό.

1954 Μνημείο Ζαλόγγου, Ζάλογγο, Ήπειρος : Α’ βραβείο σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό.

1955 Μνημείο Δήμου Νίκαιας : Α’ βραβείο.

1958 Πλατεία της Ομονοίας, Αθήνα : Α´ βραβείο για την διαμόρφωση της πλατείας με τους πίδακες και το γλυπτό «Ποσειδώνας», σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Κ. Μπίτσιο (Το γλυπτό ποτέ δεν τοποθετήθηκε).

1959 Αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για σχολικό συγκρότημα. Στην Αγ. Παρασκευή, Β’ βραβείο.

1966 Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης : «Γλυπτό ΔΕΘ», Α’ βραβείο.

1967 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης : Μνημείο για τον Κύπριο φοιτητή Κυριάκο Μάτση, Α’ βραβείο.

1973 Ανώνυμη Ασφαλιστική εταιρία «ΑΣΤΗΡ», οδός Μέρλυν, Αθήνα : Γλυπτό «Διάφραγμα».

1974 Τράπεζα Πίστεως (Alpha Bank), Λεωφόρος Κηφισίας, Ψυχικό: Γλυπτό «Ελιά».

1981 Α’ βραβείο στον διαγωνισμό για τη διαμόρφωση της πλατείας Κλαυθμώνος σε συνεργασία αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Τομπάζη (Δεν πραγματοποιήθηκε).

1986 Μνημείο Εθνικής Αντιστάσεως Γοργοπόταμου σε συνεργασία αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Τομπάζη, Α’ βραβείο (Το γλυπτό ποτέ δεν τοποθετήθηκε).

1986 Μνημείο Αγωνιστών Αντίστασης του Πανεπιστημίου Αθηνών για την Αντίσταση στην Κατοχή, Β’ βραβείο (δεν εδόθη πρώτο).

1989 Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών : γλυπτό «Ασπίδα».

1991 Μνημείο για τη Μάχη της Κρήτης στο Νομό Χανίων σε συνεργασία αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Τομπάζη, Α’ βραβείο (Το γλυπτό ποτέ δεν τοποθετήθηκε).

1993 Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Θεσσαλονίκη : Υδροκινητικό έργο «Ομπρέλες».

1995 Biennale της Βενετίας : το έργο «Ομπρέλες» στήνεται σε πλωτή εξέδρα στο Gran Canale.

1995 Κεντρική είσοδος στο Cour d’ Honneur του κτιρίου του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Βρυξέλλες : Υδροκινητικό έργο «Ομπρέλες», Α’ πανευρωπαϊκό βραβείο.

1997 «Θεσσαλονίκη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» : έργο «Ομπρέλες» στην παραλία.

1997 Biennale Βενετίας, Riva Dei Giardini : έργο «Tel-Néant» στην είσοδο της έκθεσης πάνω σε πλατφόρμα μέσα στην θάλασσα.

1998 Βερολίνο πλατεία Wittenberg : έργο «Tel-Néant» μπροστά από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού.

1998 Είσοδος Ψυχικού στην Λεωφόρο Κηφισίας : έργο «Ομπρέλες».

1999 Γερμανία, Βαϊμάρη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, κεντρική πλατεία : έργο «Στήλη».

1999 Κεντρικός σταθμός του μετρό στην Πλατεία Συντάγματος : έργο«Αίθριο».

2001 Πλατεία Ομονοίας, Αθήνα : έργο «Πεντάκυκλο».

2001 Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος»: έργο «Ολυμπιακοί Κύκλοι».

2001 Αττικό Μετρό, στάση Ευαγγελισμός, πάρκο Ριζάρη : έργο «Στήλη».

2001 Μέγαρο ΟΤΕ, Μαρούσι : έργο «Tel-Néant».

Συνεντεύξεις
ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ...

Συνεντεύξεις

“ΟΜΠΡΕΛΕΣ” ΤΟΥ ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Η επανεγκατάσταση του έργου “Ομπρέλες” αλλά και ο δημιουργός του, γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος καθώς και ο καθοριστικός συντελεστής της επανεγκατάστασης, συλλέκτης, Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, χειροκροτήθηκαν χθες από το φιλότεχνο κοινό της πόλης στον υπαίθριο χώρο περιοδικών εκθέσεων του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που οργάνωσε χθες μια όμορφη εκδήλωση για την υποδοχή του.

Οι “Ομπρέλες” εκπροσώπησαν την Ελλάδα το 1993 στην 45η Biennale Βενετίας και στη συνέχεια παρουσιάστηκαν, με άλλα έργα του καλλιτέχνη από το ΜΜΣΤ μέχρι τον Ιανουάριο του ’94. Το έργο κοσμούσε τον υπαίθριο χώρο του μουσείου επί δύο χρόνια μέχρι που μετακινήθηκε για να συμπεριληφθεί στην ιδιωτική συλλογή του κ. Εμφιετζόγλου.

Το ίδιο έργο, σύμφωνα με το “γλυπτικό δίκαιο”, που αναγνωρίζει ως πρωτότυπα μέχρι και επτά έργα, βραβεύτηκε σε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τώρα κοσμεί το κτίριο της Κοινότητας στις Βρυξέλλες. Τέλος, χάρη στην ευγενική προσφορά του κ. Εμφιετζόγλου, το τρίτο πρωτότυπο έργο κοσμεί και τον υπαίθριο χώρο του ΜΜΣΤ, συμπληρώνοντας την παρουσία του καλλιτέχνη στην πόλη μας μετά το γλυπτό της δυτικής εισόδου της ΔΕΘ και τα δύο του υπαίθριου χώρου του ΑΠΘ.

Παράλληλα, δικαιώνεται και ένας από τους βασικούς στόχους του ΜΜΣΤ, που είναι η παρουσίαση των εφαρμοσμένων δημιουργιών των καλλιτεχνών τόσο στον εθνικό όσο και στον διεθνή πολιτιστικό χώρο.
Από τους βασικότερους δημιουργούς – εφαρμοστές των νέων αντιλήψεων του 20ου αιώνα ο 93χρονος Γιώργος Ζογγολόπουλος, συνδυάζει την αισθητική αρμονία με μια ζώσα λειτουργική κίνηση, που μεταγγίζει ποιητικά στον θεατή την εγκεφαλική δημιουργία του γλύπτη.

Το νερό και το μέταλλο, τα ακτινωτά ημικύκλια και οι ευθείες της “ομπρέλας” αλλά και τα ίδια τα κενά της κατασκευής συνθέτουν μια δημιουργία που χαρακτηρίζεται από τη χάρη και την κομψότητα του αρχαιοελληνικού κάλλους και τη φρεσκάδα της πλέον σύγχρονης αντίληψης.

Εκεί, δίπλα στο έργο του και στους φίλους που συγκεντρώθηκαν για να τον τιμήσουν ο διεθνώς αναγνωρισμένος Έλληνας γλύπτης είπε στη “Θ”:
“Ναι, είμαι πολύ ευχαριστημένος που βρίσκομαι εδώ, πάντοτε μου αρέσει να βρίσκομαι ανάμεσα σε φιλικά, συμπαθητικά πρόσωπα. Όσο για την επανεγκατάσταση του έργου, φυσικά και με ικανοποιεί το γεγονός. Πέρασε κάποιες περιπέτειες, ωστόσο αν σκεφτεί κανείς ότι όλη η ζωή είναι μια μεγάλη περιπέτεια, τότε και αυτό παίρνει το δικό του μερίδιο απ’ αυτήν. Ζει”.

Μπορείτε με δύο λόγια να μου πείτε ποια είναι η αφετηρία της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Μελέτη, παρατήρηση, τεχνογνωσία, έμπνευση…
“Αυτό είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, που δεν μπορώ με λίγα λόγια να το απαντήσω. Μπορώ ωστόσο να πω ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες νέοι και σημαντικοί καλλιτέχνες, έχουν βρει την αφετηρία και την κατεύθυνσή τους. Αυτούς πρέπει να βοηθήσει η πολιτεία, για να σταθούν. Δεν γεννιούνται όλοι πλούσιοι και ο δρόμος γι’ αυτούς είναι δύσκολος. Θυμάμαι τον εαυτό μου πως ξεκίνησα στο Πολυτεχνείο, μ’ ένα πορτοκάλι και τέλος πάντων, δύσκολα χρόνια…”.

Ποια είναι η γνώμη σας για τη συμβολή των συλλεκτών στην Τέχνη;
“Εντάξει, αν κάποιος μπορεί να κάνει τον εαυτό του συλλέκτη, έχει καλώς. Συγκεντρώνει έργα και τα αξιοποιεί, αρκεί να μπορεί να τα αξιολογεί. Να φτάνει δηλαδή στο ξεκαθάρισμα”.

Μπορούν να επηρεάσουν τα ρεύματα;
“Όχι, δεν μπορούν να επηρεάσουν σ’ αυτό το βαθμό. Τα ρεύματα ακολουθούν τη δυναμική της εποχής. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν και δεν είναι μια σταθερά στην οποία μπορεί κανείς να αναφερθεί”.

Γιώργος Ζογγολόπουλος «Ομπρέλες»
Από τις 12 Ιανουαρίου
(Παραλία)
Η Θεσσαλονίκη «εξοπλίζεται», όχι μόνο με έργα πολιτιστικής υποδομής, αλλά και με έργα εικαστικής δημιουργίας, όπως είναι οι «Ομπρέλες» του Γιώργου Ζογγολόπουλου, που εγκαταστάθηκαν στο πλακόστρωτο της νέας παραλίας. Η μεγάλη κατασκευή από ανοξείδωτο χάλυβα, δεσπόζει στο πλακόστρωτο κοντά στο ξενοδοχείο «Μακεδονία Παλάς» και θα παραμείνει εκεί, όχι μόνο καθ’ όλη τη διάρκεια του 1997, έτος, που η Θεσσαλονίκη είναι Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, αλλά μόνιμα αποτελώντας, πλέον, ένα ξεχωριστό σημείο αναφοράς για την πόλη.
Κατασκευή ποιητική, έκφραση της ανεξάντλητης ζωντάνιας του δημιουργού της, προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον των κατοίκων και των επισκεπτών της Θεσσαλονίκης, αφού πολλοί φωτογραφίζονται μπροστά στο ύψους δεκατριών μέτρων έργο. Σε συνδυασμό, δε, με τις εποχές και την εναλλαγή των καιρικών συνθηκών και φαινόμενων, δίνει διαφορετική κάθε φορά εικόνα στο χώρο και στο περιβάλλον.
Οι «Ομπρέλες» προκάλεσαν ενθουσιασμό στους κατοίκους της Βενετίας, όπου παρουσιάστηκε το έργο στην 46η Biennale, για τον εορτασμό των εκατό χρόνων του θεσμού.
Ενθουσιασμένος από το χώρο, όπου στήθηκαν οι «Ομπρέλες» του δήλωσε ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, ο οποίος χαρακτήρισε τη θέση ως ιδεώδη για το σκοπό αυτό. «Στην Βενετία βρισκόταν μέσα στη θάλασσα, κάτω από το κράσπεδο, ενώ εδώ υπάρχει άπλα, χώρος και μεγάλος ορίζοντας, που κάνει το έργο να φαίνεται ότι είναι βγαλμένο από δω» σημείωσε. Το έργο, τοποθετημένο σε ένα σημείο της πόλης, όπου το βλέμμα φτάνει μακριά, χωρίς να διακόπτεται η παρατήρηση από οποιοδήποτε εμπόδιο, θα δημιουργεί στον επισκέπτη διαφορετικά κάθε φορά συναισθήματα, καθώς θα το συνδυάζει με τον γκρίζο συννεφιασμένο ουρανό, με το χειμωνιάτικο ψιλόβροχο, με την ομίχλη που καλύπτει τα πάντα, αλλά και με τον καθαρό ηλιόλουστο ουρανό -αποτέλεσμα του βαρδάρη, που αποκαλύπτει στον παρατηρητή τις ακτές της Κατερίνης και τον χιονισμένο Όλυμπο- και με το ηλιοβασίλεμα, την ώρα που ο ήλιος χάνεται στα νερά του Θερμαϊκού και χρωματίζει τον ουρανό της Θεσσαλονίκης με μοναδικό τρόπο.
Ο δυνατός αέρας, που πνέει αρκετές φορές στην περιοχή της νέας παραλίας ήταν ένα στοιχείο, που προβλημάτισε τον καλλιτέχνη. Αντιμετωπίστηκε, τελικά, με την τοποθέτηση ορισμένων μεταλλικών γραμμών, που μοιάζουν με βροχή, αλλά εξυπηρετούν και στη στήριξη του έργου. Ένα ακόμη στοιχείο της τοποθέτησης του έργου στη νέα παραλία, είναι ότι για πρώτη φορά παρουσιάζεται φωτισμένο, ύστερα από ειδική μελέτη που έγινε για το σκοπό αυτό. Το αποτέλεσμα προκάλεσε την μεγάλη ικανοποίηση του καλλιτέχνη, που για πρώτη φορά το βλέπει να φωτίζεται τη νύχτα. «Υπάρχει μια μαγεία, που μου προκαλεί κατάπληξη και με ικανοποιεί. Οι ”Ομπρέλες” δείχνουν να αιωρούνται στο μαύρο φόντο» δήλωσε με εμφανή ευχαρίστηση. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν ειδικοί λευκοί προβολείς με κάθετες δέσμες στενής μοίρας, που όταν φτάνουν στα εννέα μέτρα αγκαλιάζουν μόνο τις ομπρέλες και κάνουν τους χοντρούς κάθετους όγκους να φαίνονται σαν βροχή.
«Υπάρχει πάντα σε έναν καλλιτέχνη, για το έργο που κάνει και αν το αγαπάει, ένα όραμα. Να το δει τοποθετημένο στη θέση που επιθυμεί. Το έργο έχει πάντα την ανάγκη του δικού του ζωτικού χώρου. Δεν μπορεί να επιζήσει οπουδήποτε. Η πρώτη φάση του ζωτικού χώρου για τις ”Ομπρέλες” ήταν η Μπιενάλε της Βενετίας, όπου το έβαλα μέσα στη θάλασσα και πραγματικά εκεί ”έζησε” και είχε μια απήχηση. Εδώ στη Θεσσαλονίκη, είναι πολύ καλύτερα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Φταίει ο μεγάλος ορίζοντας, οι προοπτικές, αυτό το αυστηρό πλακόστρωτο της παραλίας; Υπάρχει ένα στίγμα που με ενδιέφερε πάρα πολύ και μ’ άρεσε πάρα πολύ».
«Τη νύχτα δε,» προσθέτει ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, «ο φωτισμός δημιουργεί μια μαγευτική εικόνα, την οποία, μόλις πρωτοαντίκρυσα, έμεινα εμβρόντητος. Με τις ”Ομπρέλες” μέσα στο μαύρο φόντο του ορίζοντα να είναι σαν όνειρο. Αυτό είναι και το πρόσθετο στοιχείο. Έχουμε μια φάση βραδινή του έργου, απίθανη σε μαγεία, και το δεύτερο ότι μπήκαν και κάποιες οριζόντιες γραμμές, που πρέπει να υπάρχουν γιατί βοηθούν στην στατικότητα του έργου στον αέρα, που αποτέλεσαν ένα στοιχείο πλαστικότητας, δημιουργούν μια πλαστική σύνθεση.»

Όσον αφορά στις ιδιαίτερες εργασίες, που απαιτούσε η εγκατάσταση του έργο στη Θεσσαλονίκη σημείωσε ότι: «Αυτό το έργο ξεπερνάει την κλίμακα μιας κατασκευής ανθρώπινης. Ένας γλύπτης μπορεί να δουλέψει ένα έργο ως τρία μέτρα. Μετά αρχίζει ένα είδος συνεργασίας για να μεγαλώσει το έργο. Ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη, η συνεργασία αυτή έγινε με όλο το τεχνικό προσωπικό του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, οι οποίοι φάνηκαν πάρα πολύ δραστήριοι, ώστε μέσα σε λίγες μέρες να στηθεί το έργο. Έγιναν κάποιες θεμελιώσεις, γιατί υπήρχε η ανάγκη στερέωσής του, μελετήθηκε η κάτοψη, ο κύκλος της βάσης, ο οποίος πέτυχε ως σύνθεση, έγινε εδώ, όπως και το κάγκελο που τοποθετήθηκε από την πλευρά της θάλασσας. Όλα αυτά σχεδιάστηκαν εδώ και οφείλω να ευχαριστήσω και να αναγνωρίσω τη συνεισφορά όλων αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι δούλεψαν πυρετωδώς για να τελειώσει μέσα σε δύο μέρες η εγκατάσταση του έργου.»
Αναφερόμενος στις «Ομπρέλες» ο Γιώργος Ζογγολόπουλος είπε: «Δεν είναι τυχαίο. Υπάρχει ένας ρυθμός με τις κατακόρυφες κολώνες και με τις ομπρέλες. Έχει κάποια σύνθεση το έργο. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που έχουν να κάνουν με νούμερα. Ο κόσμος πρέπει να δει και να το ξαναδεί. Να το φανταστεί».
Όσον αφορά στο ερέθισμα για τη δημιουργία του έργου, αυτό ήταν, όπως είπε, «το καλλιτεχνικό». «Η γλυπτική γίνεται με όγκους πολλούς, γίνεται και με γραμμές. Γλυπτική είναι σήμερα και μία σκιά. Δεν ορίζεται μόνο στον όγκο, στο μασίφ. Υπάρχει κάποια εξέλιξη και σιγά-σιγά φτάνει κάποιος να κάνει πράγματα με τις γραμμές. Δεν εξαρτάται από τον όγκο.» Έφερε ως παράδειγμα τη δουλειά του Τζακομέτι, ο οποίος, όπως είπε ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, δουλεύει με λεία κατακόρυφη γραμμή, αλλά και με το κενό. «Έτσι τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα στη συνεννόηση, αλλά αν τα προσέξεις έχουν κάποια σημασία πλαστική».
Το έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου, που έχει εγκατασταθεί στην παραλία, ολοκληρώνει με τον πιο σημαντικό τρόπο, τον κύκλο ζωής ενός γλύπτη στην πόλη μας, από τη στιγμή που στήθηκε πριν από 30 χρόνια το πρώτο γλυπτό του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Toggle navigation

Οι ομπρέλες μου κρυφακούν το σύμπαν
Ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος

Γιώργος Ζογγολόπουλος! Άγνωστος, ένδοξος Έλληνας. Αριστερών ιδεών που σε λιγότερο από επτά χρόνια θα είναι και αιωνόβιος. Αυτόπτης μάρτυς του αιώνα μας, λαμπρός καλλιτέχνης, γλύπτης και ζωγράφος, που το όνομά του φιγουράρει σε όλους τους οδηγούς και τα λεξικά τέχνης παγκοσμίως. Είναι σαν φρούτο λαχταριστό όταν τον βλέπεις από κοντά, ίσως γιατί δεν εξαντλήθηκε από τα ΜΜΕ, ίσως γιατί τους γυρίζει χρόνια τώρα την πλάτη, όχι γιατί είναι αγενής ή ακατάδεκτος, αλλά και γιατί δεν πιστεύει ότι η «τέχνη θέλει διαφήμιση». Στη Βενετία πριν από δύο χρόνια τούς άφησε όλους άφωνους παρουσιάζοντας τις «ομπρέλες» του, έργο υπέροχο, που ξεπερνά τον χρόνο και γι’ αυτό μοιάζει να έρχεται από το μέλλον και όχι από το παρελθόν, το ένδοξο, ενός ανθρώπου που ο καθένας θα έλεγε ότι είναι στη δύση του.
Γιώργος Ζογγολόπουλος! Ενας υπέροχος κύριος 90 και… χρόνων, που ανάβει φωτιές με τη ζωντάνια της σκέψης του, που δεν φοβάται να πει ότι αυτό το έργο του Παρθένη δεν είναι αληθινό αλλά αντίγραφο ­ και να υποκλιθεί διά των λόγων του άλλη μία φορά στην ποιότητα του Μάλεβιτς, του Καβάφη, του Σεζάν, του Πικάσο, του Ματίς. Άγνωστος στους περισσότερους από εσάς, αλλά ίσως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής μας… Αν δεν με πιστεύετε, πεταχτείτε ως την Πολιτιστική Πρωτεύουσα, τη Θεσσαλονίκη, και περπατήστε στην παραλία… Μαζί με τις δυσοσμίες που θα φτάσουν στη μύτη σας, μια ποιότητα θα χτυπήσει τα μάτια σας. Οι «ομπρέλες» του Γιώργου Ζογγολόπουλου εδώ και ένα μήνα κοσμούν την παραλία της πόλης και στέλνουν ένα μήνυμα για την αξία της τέχνης σε μια εποχή «κωφή» και «τυφλή», που έχει εθιστεί στην κατανάλωση προϊόντων με ημερομηνία λήξης!
Γιώργος Ζογγολόπουλος! «Χαίρομαι», θα πει, «που το έργο μου αυτό στήθηκε στον φυσικό του χώρο»! Ο υπουργός Πολιτισμού τού υποσχέθηκε ότι δεν θα ξεστηθεί ποτέ πια! Θα το αγοράσει και θα το προσφέρει στην πόλη της Θεσσαλονίκης! «Σας παρακαλώ», μου λέει, «μην το γράψετε αυτό… δεν θα ήθελα να φέρω σε δύσκολη θέση τον υπουργό… ίσως έχει αλλάξει γνώμη ο άνθρωπος»… Αυτός ο άνθρωπος ζει ανάμεσά μας, κάπου στο Ψυχικό, γυρίζει ανά τον κόσμο και εκθέτει έργα του, αλλά οι Έλληνες τον αγνοούν. Έκανα χρόνια να τον πείσω να μιλήσει… Δεν θα μιλούσε ίσως αν ο Νίκος και η Υβόννη, δυο φίλοι μου καλοί που τους εμπιστεύεται ο γλύπτης, δεν προσπαθούσαν προσωπικώς. Τους ευχαριστώ… Η συζήτηση ήταν μεγάλης διάρκειας… Διήρκεσε όσο ένα δείπνο, με ενδιαφέρουσα παρέα… Εσείς, χωρίς εδέσματα, απολαύστε την πνευματική τροφή που με χόρτασε ένα βράδυ πριν από λίγες ημέρες.
Να ξέραμε, Θεέ μου, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε τρώγοντας μια λαχανίδα κάθε δύο ημέρες, η ζωή θα ήταν ομορφότερη

Χαίρομαι που αυτή τη φορά η συζήτησή μας θα δημοσιοποιηθεί.
«Ας δούμε πώς θα πάει πρώτα· ίσως να μην έχει και ενδιαφέρον στο τέλος».

Αλήθεια, γιατί δεν μιλάτε ποτέ στις εφημερίδες, στα περιοδικά και στα ηλεκτρονικά μέσα;
«Τι να πω;». (γέλια)

Χίλια πράγματα έχετε να πείτε, ειδικώς εσείς.
«Ο,τι είχα να πω στη ζωή μου το είπα δουλεύοντας σκληρά».

Ζούμε σε μια εποχή όμως όπου ο καλλιτέχνης δεν φτάνει απλώς να δουλεύει σκληρά, αλλά πρέπει να φροντίζει και την προβολή της δουλειάς του.
(χαμογελάει) «Ποτέ δεν επεδίωξα τη δημοσιότητα».

Γιατί; Αυτό είναι το ερώτημα. Γιατί δεν επιδιώξατε κάτι που όλοι οι άλλοι θεωρούν αναγκαίο για να επιτύχουν;
«Πρώτα – πρώτα δεν με ενδιαφέρει ούτε με ενδιέφερε ποτέ η επιτυχία! (γέλια) Όχι ότι δεν μου αρέσει να αναγνωρίζουν κάποιοι άνθρωποι το έργο μου. Αντιθέτως, το χαίρομαι πολύ αυτό. Απλώς πάντα πίστευα ότι το άξιο να μαθευτεί μαθαίνεται, δεν μπορεί να μείνει κρυφό».

Άρα τα μυστικά παραμένουν κρυφά γιατί δεν είναι άξια να μαθευτούν. (γέλια)
«Για την τέχνη μιλώ. Η τέχνη δεν χρειάζεται διαφήμιση».

Σε τι είναι αναγκαία η διαφήμιση;
«Σε ό,τι είναι προς άμεση κατανάλωση».

Η τέχνη δεν είναι προς κατανάλωση;
«Στην τέχνη συμβαίνει κάτι περίεργο: “τρως με τα μάτια σου” έναν πίνακα ζωγραφικής που σου αρέσει και σε εμπνέει, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο, ενώ εσύ χορταίνεις βλέποντάς τον, αυτός δεν παθαίνει τίποτα, μένει εκεί ακέραιος, περιμένοντας το επόμενο ζευγάρι μάτια να τον “φάνε”! (γέλια) Με άλλα λόγια, αυτό είναι το έργο τέχνης: ένα ανθρώπινο προϊόν χωρίς ημερομηνία λήξης! Γι’ αυτό και δεν έχει ανάγκη τη διαφήμιση».

Άρα διαφημίζουμε ό,τι δεν αντέχει στον χρόνο.
«Δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια σε αυτές τις ερωτήσεις. Δεν είμαι φιλόσοφος. Εγώ έμαθα στη ζωή μου να εκφράζομαι δουλεύοντας σκληρά και παράγοντας».

Αλήθεια, πόσα χρόνια δουλεύετε;
(χαμογελάει) «Αμέτρητα! (γέλια) Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δουλεύω».

Έχετε σκεφτεί γιατί δουλεύουμε;
«Εγώ βγάζω την ανησυχία μου δουλεύοντας. Όταν ήμουν μικρός, το έσκαγα από το σχολείο και πήγαινα στην Κολοκυνθού και δούλευα, ζωγράφιζα».

Γιατί ειδικώς στην Κολοκυνθού;
«Μου άρεσε πολύ εκεί. Υπήρχαν κάτι στέρνες γεμάτες νερό που πότιζαν τα περιβόλια. Κοίταγα όλα αυτά γύρω μου και ζωγράφιζα. Αυτή ήταν η μανία μου».

Σε τι ηλικία αυτά;
«Παιδί. Σχολείο πήγαινα, δηλαδή δεν πήγαινα. Την κοπανούσα συνέχεια».

Και οι απουσίες;
«Είχα έναν δάσκαλο που με κάλυπτε. Εξοφλούσε με την ανοχή του προς εμένα επιταγές!». (γέλια)

Τι επιταγές;
«Ήταν πολύ σκληρός με όλους. Είχε μάλιστα μια βέργα η οποία στις δύο άκρες της είχε μέταλλα! Φοβερός ο πόνος αν σε έβρισκε. Αλλά τι συνέβαινε μαζί μου; Ο συγκεκριμένος δάσκαλος δεν μπορούσε καθόλου να σχεδιάσει, να γράψει στον πίνακα καθαρά. Και εγώ, ως καλλιγράφος, αναλάμβανα καθήκοντα γραφιά γι’ αυτόν! Και με είχε στα ώπα – ώπα. Είχα εξαγοράσει την ελευθερία μου με την ικανότητά μου στην καλλιγραφία. Με περνούσε στις τάξεις χωρίς να κάνω τίποτα. Έφευγα και πήγαινα στην Κολοκυνθού και ούτε γάτα ούτε ζημιά, ούτε που μιλούσε! Έκανε τον κουτό».

Πού έχετε γεννηθεί;
«Στη Δεληγιώργη, στην Ομόνοια! Στο κέντρο πάντα. Ισως γι’ αυτό μου άρεσε στην Κολοκυνθού. Μου άρεσαν τα περιβόλια!».

Πώς σας χτύπησε αυτή η μανία της ζωγραφικής; Η οικογένειά σας είχε κάποια σχέση;
«Στην οικογένειά μου όλοι ήταν δικηγόροι ­ καμία σχέση».

Τότε πώς εξηγείτε αυτή την κλίση σας;
«Έτσι όπως το λέτε και εσείς: ήταν η κλίση μου αυτή».

Τι είναι αυτό που λέμε κλίση, ταλέντο;
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Το μόνο για το οποίο μπορώ να σας βεβαιώσω είναι ότι εγώ δεν έκανα ποτέ παιδικές ζωγραφιές. Ποτέ δεν ζωγράφισα όπως ζωγραφίζουν όλα τα παιδιά. Από την πρώτη στιγμή θυμάμαι ότι ζωγράφιζα σαν μεγάλος, σαν ζωγράφος τελειωμένος. Αντέγραφα με ακρίβεια ό,τι έβλεπα. Αντέγραφα επίσης ζωγραφιές από βιβλία. Είχα αυτή την ικανότητα».

Λέτε ότι ποτέ δεν ζωγραφίσατε με παιδικό τρόπο. Αυτό σημαίνει κάτι;
«Απλώς αναφέρω το γεγονός. Και βέβαια δεν εννοώ ότι δεν υπολήπτομαι την παιδική ζωγραφική. Τη θεωρώ εξαιρετική. Ο μεγάλος Πικάσο έλεγε ότι “πάντα κοιτάζω παιδικές ζωγραφιές και τις μελετώ”. Υποστήριζε ότι κάθε παιδική ζωγραφιά κρύβει το δικό της μυστικό· ένα μυστικό που, αν το βρεις και σε μια ενήλικη ζωγραφιά, αυτό είναι που την κάνει έργο τέχνης! Ο Πικάσο έβλεπε και μελετούσε παιδικές ζωγραφιές, έκλεβε το μυστικό τους και το έκανε Πικάσο!».

Τι άλλο κάνατε ως παιδί εκτός της ζωγραφικής;
«Τίποτα άλλο. Όταν τελείωνα τη ζωγραφική, είχε πια πέσει ο ήλιος και πέθαινα της πείνας, ως συνήθως. Για να ξεγελάσω την πείνα μου, έκλεβα καν’α καρότο από κάποιο μανάβικο και προς στιγμήν ησύχαζα. Έτσι έκλεινα την ημέρα μου».

Είστε από τους λίγους εν ζωή ανθρώπους που σχεδόν έχουν δει με τα μάτια τους τον εικοστό αιώνα όλο. Τι θυμάστε περισσότερο από έναν αιώνα ζωής;
«Όταν ήρθαν οι Αγγλογάλλοι το ’14, που εγώ ήμουν ακόμη παιδί, θυμάμαι μια φοβερή σκηνή, εικόνα. Τους είχαν επιτεθεί οι επίστρατοι, βασιλικοί τότε. Από ένα μπαλκόνι όπου βρέθηκα, στην οδό Ερμού, είδα να τους ανεβάζουν αιχμάλωτους με δεμένα πόδια, ματωμένα. Αυτό μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Μετά δεν θα ξεχάσω ποτέ τις πείνες της Κατοχής. Ο αιώνας αυτός είχε πολλές μαύρες ημέρες. Είναι άλλο να διαβάζεις την Ιστορία και άλλο να τη ζεις».

Οι άνθρωποι γίνονται καλύτεροι αν ζήσουν τον πόλεμο;
«Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει πόλεμο δεν θέλει ποτέ πια πόλεμο. Εκτός και αν ο πόλεμος τον έκανε κτήνος. Αυτός είναι ο κίνδυνος των επιζώντων. Ακόμη βλέπω γύρω μου ανθρώπινα κτήνη του πολέμου! Ξέρετε κάτι; Μέσα στον πόλεμο όλοι οι άνθρωποι γίνονται για να επιβιώσουν σκληροί. Αλλά ο σκληρός από το κτήνος δεν απέχει παρά ελάχιστα. Σκληρός γίνεσαι για να αντέξεις, κτήνος για να κατακτήσεις! Τι θέλω να πω, ε; Ο πόλεμος σε κάνει σκληρό, αλλά κάποιοι, όταν ανακαλύπτουν τη σκληρότητα, είναι σαν να ανακαλύπτουν τον κρυμμένο τους εαυτό. Έκτοτε δεν επανέρχονται. Μετά τον πόλεμο, μετά την καταστροφή, ταξίδευα με βαπόρι για την Ιταλία. Πάνω στο βαπόρι συνάντησα έναν δικαστή, στρατοδίκη. Ήταν απογοητευμένος. Τον ρώτησα γιατί και εκείνος μου είπε: “Τρόμαξα με αυτά που άκουσαν τα αφτιά μου, με αυτά που έκαναν οι άνθρωποι στους ανθρώπους. Δυστυχώς οι άνθρωποι είναι πάντα ίδιοι. Και οι Ρωμαίοι έκαναν τα ίδια πράγματα πριν από πολλούς αιώνες. Δεν προχωρήσαμε καθόλου, ούτε βήμα!”. Ένιωθα ότι είχα απέναντί μου έναν δραπέτη. Είχε μόλις δραπετεύσει από μια φοβερή κατάσταση. Όσοι ζήσαμε τους πολέμους είμαστε φυγάδες. Ξέρουμε πολλά για τον άνθρωπο και δραπετεύουμε για να μην τα σκεφτόμαστε. Το μόνο που μερικές φορές αναρωτιέμαι ξέρετε τι είναι;».

Τι;
«Πώς επιβιώσαμε; Πώς υπάρχουμε ακόμη;».

Και πού καταλήγει ο συλλογισμός σας;
«Στο ότι ο άνθρωπος επιβιώνει με το ελάχιστο και όχι με το μέγιστο. Σήμερα δεν τρώμε ένα μεσημέρι και πεθαίνουμε της πείνας. Να ξέραμε, Θεέ μου, ότι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε τρώγοντας μια λαχανίδα κάθε δύο ημέρες. Αν το ξέραμε, θα ήταν πολύ ομορφότερη η ζωή μας! Και όσοι το ξέρουν το ξεχνούν!».


Πείτε μου κάτι «ελάχιστο» που κρύβει όλη τη σημασία της ζωής.
«Παρέα δύο φίλων και στη γύρα όλη μέρα, με μάτια ορθάνοιχτα και αφτιά έτοιμα να ακούσουν και τον παραμικρό ψίθυρο! Τίποτα δεν κοστίζει μια καλή παρέα και ο χρόνος ο άφθονος!».

Πείτε μου μια τέτοια εμπειρία σας.
(χαμογελάει) «Πολλές, αλλά θα σας πω μια ιστορία που μου έρχεται τώρα. Ήμουν 12 χρόνων. Με δύο φίλους πήραμε δρόμο να πάμε στον Πειραιά. Τότε υπήρχε ένα τρένο που έφευγε από την Ακαδημία και πήγαινε στο Φάληρο και από εκεί στον Πειραιά. Στον Πειραιά, όταν φτάσαμε, πήραμε ένα βαπόρι και πήγαμε στην Αίγινα. Εμένα πάντα μου άρεσε το ύπαιθρο. Κατεβήκαμε στην Αίγινα και πήραμε δρόμο και σιγά – σιγά φτάσαμε στην κορυφή, στο μοναστήρι της Παναγιάς. Όταν φτάσαμε εκεί, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο ήλιος έδυε και ο κόσμος έλαμπε! Ούτε που μας πέρασε από το μυαλό τι θα κάνουμε, πώς θα γυρίσουμε. Όταν είσαι νέος, δεν τρομάζεις μπρος στην ταλαιπωρία. Είσαι έτοιμος να τα υποστείς όλα για να δεις κάτι που δεν έχεις δει, για να ζήσεις κάτι που δεν έχεις ζήσει. Ξαφνικά μέσα στο σούρουπο μας βλέπει ένας καλόγηρος και μας λέει: “Τι θέλετε εδώ;”. “Ηρθαμε να δούμε”, του λέμε. Μας έδωσε ψωμί καλογερίστικο και μας είπε να πάμε στο καλό. Αφιλόξενος τελείως. Μέσα στο σκοτάδι κάτω στο λιμάνι πάλι. Αλλά μέχρι να φτάσουμε κάτω άρχισε πάλι να μας κόβει η λόρδα. Αυτό συνεχίστηκε δυο – τρεις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα οι άλλοι δύο έφυγαν να γυρίσουν πίσω. Εγώ έμεινα εκεί. Υπήρχε μια βάρκα στην παραλία όπου πήγαινα και κοιμόμουν μέσα εκεί τα βράδια. Φοβερή υγρασία, αλλά μεγάλη και η επιθυμία να ζήσουμε!».

Είναι πιο γοητευτικό το ταξίδι χωρίς προορισμό;
«Το ταξίδι έχει πάντα προορισμό. Αλλιώς δεν είναι ταξίδι».

Εσάς ποιος ήταν στην ιστορία που διηγείστε ο προορισμός σας; Γιατί κάνατε όλα αυτά που κάνατε;
«Για να δω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το γκρι χρώμα με το οποίο ήταν βαμμένη από μέσα η βάρκα όπου κοιμόμουν: ένα γκρι – μπλε βαθύ. Αυτό το μαγικό χρώμα ήταν η ανακάλυψη αυτής της βόλτας· αυτό το γκρι – μπλε, που το σούρουπο γίνεται τόσο λιτό και μου έρχεται κάθε φορά, ως σήμερα, όταν ζωγραφίζω. Λέω, αν δεν είχα κάνει αυτή τη βόλτα, ποτέ δεν θα το είχα ανακαλύψει».

Τελικώς πώς τελείωσε εκείνη η βόλτα σας;
«Ένα πρωινό, καταπληκτικά ωραίο, έλαμπε ο ήλιος και έκανα βόλτες να σκεφτώ τι θα κάνω. Πεινούσα, δεν είχα λεφτά, αλλά ήμουν ευτυχής, γιατί έβλεπα τον ψαρά που έπλενε τη βάρκα όπου έμενα τα βράδια μου και μου άρεσε, χωρίς να ξέρω γιατί. Πάρε τον κουβά, μου λέει κάποια στιγμή, γέμιζέ τον νερό και δίνε τον μου. Εγώ τότε ήμουν θηρίο ανήμερο. Άρπαξα τον κουβά και δώσ’ του νερό. Στο τέλος ο ψαράς κάνει έτσι και μου δίνει μια πεντάρα. Μια χάλκινη πεντάρα, μεγάλη, δεν τα ξέρετε εσείς αυτά τα νομίσματα. Ήταν υπέροχα».

Είχε αξία μια πεντάρα τότε;
«Και αξία. Θυμάμαι, αγόρασα με αυτήν ένα ωραίο αιγινήτικο ψωμί και μαζί με αυτό αγόρασα και την ησυχία μου για λίγο. Μετά πήρα το βαπόρι και γύρισα στον Πειραιά και από εκεί το τρένο. Έτσι τέλειωσε η βόλτα».

Καλά, οι δικοί σας τι έκαναν; Λείπατε τόσες ημέρες. Δεν ανησυχούσαν;
«Μεγάλη αναστάτωση. Ήμουν πολύ κουραστικό παιδί. Η οικογένειά μου αντιδρούσε που ήθελα να γίνω ζωγράφος».

Τι ήθελαν να γίνετε;
«Αυτό που δεν έπρεπε να μου συμβεί στη ζωή μου ήταν να αποτύχω. Οι οικογένειες τότε το μόνο που ήθελαν ήταν τα παιδιά τους να μην αποτύχουν. Ας κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά να μην ατυχήσουν. Εγώ έχασα και στα επτά μου χρόνια τον πατέρα μου και τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο».

Σας στοίχισε ο θάνατος αυτός;
«Εντάξει. Ας μην τα ψάχνουμε πολύ αυτά τα πράγματα. Το δυσάρεστο παρελθόν είναι πιο κουραστικό από το ευχάριστο. Γι’ αυτό προτιμώ να κουβαλάω το ευχάριστο. Τα δυσάρεστα τα έχω παρκάρει πολλά χρόνια πριν. (γέλια) Προτιμώ να τα τρώει η σκόνη μερικά πράγματα παρά να με τρώνε εμένα! (γέλια) Γι’ αυτό και όταν κάποιος με ρωτάει, όπως εσείς καληώρα, για τα δυσάρεστα, απαντώ με τα ευχάριστα».

Για παράδειγμα;
«Είμαι ένας άνθρωπος, από τους λίγους σήμερα, που έκανα πατίνι στην Πανεπιστημίου! (γέλια) Η μόνη άσφαλτος τότε, χωρίς μεγάλη κίνηση. Ήταν ο παιχνιδότοπός μας η Πανεπιστημίου. Ή εγώ, ως παιδί, έπαιζα καβαλώντας στο τραμ και ταξίδευα από το ένα μέρος στο άλλο χωρίς εισιτήριο. Έζησα στον στρατό υπέροχα. Πήγα στο μέτωπο. Είχαν ανάγκη από γαλονά και με έκαναν λοχία. Ξέρετε με ποιον παρέα φύγαμε για το μέτωπο; Με τον Κύρου της Εστίας, τον Καραντινό τον αρχιτέκτονα. Εκεί γνώρισα τον Καραντινό και μετά ζήσαμε μια ζωή μαζί. Συνεργαστήκαμε, κάναμε διαγωνισμούς αρχιτεκτονικής και τους κερδίσαμε. Τον Κύρου, στο σημείο όπου είναι ο Ερυθρός Σταυρός σήμερα, έρχεται μια εντολή και τον κατεβάζουν… στη ζούλα. Να μην κάνει στρατό, να τη γλιτώσει, να μην πάει στο μέτωπο. (γέλια) Έχω ζήσει χίλια τέτοια».

Αν μπορούσατε, θα τη γλιτώνατε και εσείς; Δηλαδή, θα αποφεύγατε αν μπορούσατε τον πόλεμο;
«Δεν ξέρω. Δεν τον μπορώ τον πόλεμο, αλλά τι θα γίνεις; Προδότης; Δεν ξέρω. Κανείς δεν θέλει τον πόλεμο, νομίζω, αλλά δεν είναι και λύση να μην πας, να τη γλιτώσεις».

Ποιος σας επηρέασε στη ζωή σας περισσότερο; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος;
«Οι φίλοι μου, οι παρέες μου. Για μένα οι παρέες είναι το παν για τη ζωή ενός ανθρώπου. Τι άλλο να κάνεις από το να γίνεις ζωγράφος ή καλλιτέχνης αν η παρέα σου ήταν όπως η δική μου. Ο Πικιώνης, ο Μητσάκης, ο Ρουσόπουλος, ο Κόντογλου, ο Παπαλουκάς: αυτοί ήταν η παρέα μου, αυτοί οι επιρροές μου! Εγώ βέβαια ήμουν πιο νέος, αλλά τους βοηθούσα στα πάντα. Τον Πικιώνη τον βοήθησα πολύ να γίνει καθηγητής. Τελειοποιούσα τα σχέδιά του. Σιγά – σιγά μπήκα στη δουλειά μαζί τους και με τον καιρό αναγνώρισαν τις ικανότητές μου και έτσι δούλεψα 15 χρόνια σχεδιάζοντας σχολικά κτίρια. Έχω και 11 δικά μου σχέδια που δημοσίευσα κάποτε».

Σπουδάσατε αρχιτεκτονική;
«Όχι, όχι. Αλλά συμμετείχα σε διαγωνισμούς. Σχεδίαζα εγώ και με κάλυπταν οι φίλοι με τις υπογραφές τους. Τα σχέδια ήταν δικά μου!».

Πώς γίνεται τώρα αυτό: να κάνει κάποιος τον αρχιτέκτονα χωρίς να είναι;
«Ήμουν αρχιτέκτονας. Απλώς δεν είχα τυπική απόδειξη του τι ήμουν. Πολλοί χάνονται επειδή δεν έχουν τα τυπικά προσόντα. Εγώ σε αυτό φάνηκα πολύ τυχερός! Πολέμησα όμως γι’ αυτό. Δεν φτάνει να αγαπάς κάτι πολύ. Πρέπει να πολεμήσεις γι’ αυτό. Νομίζω ότι εμείς που ζήσαμε πολέμους αυτό το μάθαμε καλά. Εμένα η οικογένειά μου δεν ήθελε να γίνω καλλιτέχνης. Πολέμησα για να γίνω. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες ήταν πολεμιστές. Το πάθος τούς έκανε πολεμιστές. Το περιβάλλον ποτέ δεν αποδέχθηκε μεμιάς τους καλλιτέχνες. Γι’ αυτό ο καλλιτέχνης πολεμάει ώσπου να βρει το πρόσφορο έδαφος, το περιβάλλον που θα του αναγνωρίσει αυτό που έχει και τον διακρίνει. Το να είσαι κάτι και να μην το αντιλαμβάνεται το περιβάλλον είναι ένα είδος ειρωνείας! Αλλά αυτό σε πεισμώνει ακόμη περισσότερο. Αυτό οδήγησε πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες, όχι όπως είμαστε εμείς, στην απομόνωση. Ο Ροντέν είχε κλειστεί σε μοναστήρι. Το ξέρετε; Οι καθολικοί παπάδες, οι περισσότεροι, είναι καλλιεργημένοι. Τον είδε ένας παπάς εκεί μέσα και του είπε: “Εσύ, παιδί μου, είσαι μεγάλος καλλιτέχνης”. Το πρώτο του έργο ο Ροντέν το έκανε μέσα στο μοναστήρι και ήταν ο άνθρωπος με τη σπασμένη μύτη. Έτσι σώθηκε ο Ροντέν».

Ένας καλλιτέχνης μπορεί να χαθεί;
«Ποτέ. Αν έχει κάτι να πει, θα το πει και ας μην τον ακούει κανείς την ώρα που το λέει. Ως συνήθως, στο βουνό καταφέρνει να ανεβεί αυτός που ξεκινάει από μηδέν υψόμετρο! Βέβαια, αν πέσεις μέσα σε ένα περιβάλλον που σε καταλαβαίνει, αυτό σου δίνει μεγαλύτερο κουράγιο».

Εσάς ποιος άνθρωπος σας έδωσε κουράγιο στη ζωή σας;
«Η γυναίκα μου, η Ελένη. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος. Αυτή με ενθάρρυνε και άφησα κάποτε το υπουργείο και αφοσιώθηκα στη γλυπτική. Το περιβάλλον, όσο και να το αρνούμαστε, παίζει ρόλο σημαντικό. Πάρε τον Θόδωρο τον γλύπτη, που έχει ταλέντο μεγάλο. Αν έμενε στο χωριό του, δεν θα γινόταν ό,τι έγινε. Πήγε στο Παρίσι και αυτό τον βοήθησε, μη γελιόμαστε».

Βέβαια, υπάρχει όλη αυτή η φιλολογία που λέει ότι πηγαίνοντας στο Παρίσι επηρεάζεσαι από κάτι ξένο. Σε μεγάλο βαθμό, χάνεις τα πρωτογενή χαρακτηριστικά σου ως καλλιτέχνης.
«Αυτά είναι αστεία. Είναι μεγάλο λάθος να γυρίζουμε την πλάτη στην επίδραση του περιβάλλοντος. Αυτή η ξενοφοβία, μη χάσουμε την ταυτότητά μας, είναι λίγο αστεία. Το ζήτημα πάντα για τον καλλιτέχνη είναι τι έχει να πει. Αν έχει να πει, τίποτα δεν τον επηρεάζει αρνητικά. Και στο σπίτι σου να μείνεις κλεισμένος, επηρεάζεσαι. Δεν είναι ανάγκη να πας στη Ρώμη, στο Μόναχο ή στο Παρίσι».

Όταν λέτε ότι η γυναίκα σας σάς ενθάρρυνε να αφήσετε το υπουργείο, τι εννοείτε;
«Όταν γύρισα από το Παρίσι, το υπουργείο μού έδινε μισθό 5.500 για να ξαναπάω ως αρχιτέκτονας. Ήταν σοβαρός μισθός τότε. Μου είχαν δώσει και έναν τίτλο. Αλλά η Ελένη μού είπε: “Τα πράγματα έχουν αλλάξει τώρα. Δεν πρέπει να πας”. Και μου το είπε σε μια εποχή όπου δεν είχαμε να φάμε. Θα σας πω κάτι για να τρομάξετε. Τότε ήταν που πούλησα το σακάκι μου για να φάμε λίγες ημέρες, αλλά στο υπουργείο δεν ξαναπήγα. Αυτό με έσωσε».

Η αρχιτεκτονική πόση σχέση έχει με τη γλυπτική;
«Το κτίσμα είναι ένα γλυπτό!».

Τι σας έμαθε η αρχιτεκτονική ως γλύπτη;
«Την έννοια της κλίμακας. Αυτή η άμεση σχέση της αρχιτεκτονικής με την κλίμακα με ωφέλησε πολύ. Πιστεύω ότι ελάχιστοι Έλληνες γλύπτες έχουν αυτή την αίσθηση στα γλυπτά τους. Ο Μόραλης είναι ένας από αυτούς και ορισμένοι νέοι, όπως ο Λάππας».
Στο Παρίσι πώς βρεθήκατε;
«Όταν παντρεύτηκα, πήγα γαμήλιο ταξίδι για 16 ημέρες. Ήταν το ’38, το ’39, δεν θυμάμαι καλά τώρα. Έτσι κόλλησα. Είδα πράματα και θάματα στο Παρίσι».

Ενώ υπήρξατε αριστερός, ποτέ δεν επηρεαστήκατε από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Αυτό μου κάνει εντύπωση.
«Πάντα διαφωνούσα με τον Μακρή πάνω σε αυτό. Δεν μπορούσα ούτε μπορώ ακόμη να στρατευθώ. Είναι ένα προσωπικό μου συναίσθημα αυτό. Δεν διαφωνώ στις ιδέες. Πάντα αριστερές ήταν οι παρέες μου. Κοντά τους σε όλα. Να τους βοηθήσω στα πάντα. Να έρθουν στο ατελιέ μου τον Δεκέμβριο του ’44 και να πετάνε τα όπλα τους πάνω στον καναπέ μου, αλλά εγώ ποτέ δεν πήρα μέρος σε όλα αυτά. Γενικώς ποτέ δεν συμπάθησα τα όπλα».

Γιατί; Ακόμη και αν πρόκειται για την ελευθερία σας;
«Γενικά, αν μου έβαζες το πιστόλι στον κρόταφο και ετοιμαζόσουν να με πυροβολήσεις, θα σε πυροβολούσα πρώτος αν είχα πιστόλι και εγώ. Αλλά ποτέ δεν θα έβαζα πρώτος το πιστόλι στον κρόταφο κάποιου άλλου. Και για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι όσο μακριά από τα πιστόλια κρατιέται κανείς τόσο το καλύτερο. Πολύ γρήγορα σε αυτή τη ζωή το θύμα γίνεται θύτης! Έχουν γίνει εγκλήματα από τέως θύματα».

Πώς θα σκοτώνατε για να επιβάλετε τις ιδέες σας αν νομίζατε ότι είναι σωστές;
«Πάντα γίνονται εγκλήματα εν ονόματι των ιδεών. Στην πραγματικότητα όμως πρέπει να είσαι εγκληματίας για να σκοτώσεις και όχι ιδεολόγος. Βέβαια η εκδίκηση η λαϊκή πάντα υπήρχε και θα υπάρχει. Γιατί η καταπίεση, η αδικία, σε κάνει κάτι που δεν είσαι. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο».

Υπήρξατε κάποτε θαυμαστής του Ράσελ;
«Μπορεί».

Το λέω γιατί στα φωνοκινητικά έργα σας κάποτε είχατε βάλει πάνω το σήμα του Ράσελ.
«Πάντα με επηρεάζουν καλλιτεχνικά ορισμένες ιδέες ή γεγονότα. Στοιχεία αυτών των επιρροών μου βρίσκεις συχνά στα έργα μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι το ένα ή το άλλο! Πριν από λίγα χρόνια πήρα μέρος σε ένα διαγωνισμό με θέμα το Άουσβιτς. Μου έστειλαν όλα τα ντοκουμέντα για να εμπνευστώ. Είχα συγκλονιστεί από τα ντοκουμέντα. Τον διαγωνισμό τον κέρδισε ένας Ιταλός. Το έργο μου το εξέθεσα όμως στη Βενετία. Ήταν κάτι σημαίες που κινούνταν με νερό. Πάνω τους είχαν το σήμα των Εβραίων ­ το τρίγωνο, ξέρετε ­, που είχαν για να διακρίνουν τους Εβραίους οι Γερμανοί. Με παίρνει λοιπόν προ καιρού ένας κύριος στο τηλέφωνο και μου λέει: “Υποστηρίζετε τους Εβραίους που κατέστρεψαν την ελληνική τέχνη;”. Στην αρχή νόμιζα ότι επρόκειτο για ένα βλάκα. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσα ότι είχε ταυτίσει εμένα με τη σημειολογία ενός έργου μου. Του εξήγησα ότι εγώ υποστηρίζω μέσω των έργων μου τους Εβραίους εκείνης της εποχής. Σήμερα δεν ξέρω αν θα τους υποστήριζα. Μπορεί οι ίδιοι οι Εβραίοι να μεταμορφωθούν κάποια στιγμή και σε Χίτλερ, γιατί έτσι είναι η ζωή, είναι άδικη και περίεργη. Εγώ δεν θα συνεχίσω να τους υποστηρίζω. Νομίζω ότι το κατάλαβε αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα, να ταυτίζουμε τον καλλιτέχνη γενικότερα με τη σημειολογία ενός έργου του».
Πάντως, βλέποντας κάποιος το σύνολο του έργου σας μάλλον αστό θα σας χαρακτήριζε παρά αριστερό.
«Αυτά δεν τα δέχομαι. Για μένα αριστερός είναι αυτός που σκέφτεται ελεύθερα, αυτός που δεν κάνει επίτηδες κάτι. Ο Πικάσο εκφραζόταν ελεύθερα. Μέσα σε αυτά που τον ενέπνευσαν ήταν και ο ισπανικός εμφύλιος. Του βγήκε αυθόρμητα η “Γκουέρνικα”. Ήταν στο κόμμα και τους κορόιδευε κατάμουτρα. Ο Πικάσο έκανε πράγματα που άλλοι θα τουφεκίζονταν για αυτά. Αλλά τα πίστευε τη στιγμή όπου τα έκανε. Αυτός είναι ο καλλιτέχνης. Ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να αλλάζει οπτικές για να δει και από αλλού τα ίδια πράγματα. Ο καλλιτέχνης δεν είναι καλόγερος ούτε θρησκευόμενος, δεν πιστεύει στα δόγματα».

Εσείς δεν πιστεύετε στον Θεό;
«Ούτε στους ζωντανούς ούτε στους πεθαμένους θεούς. Άλλωστε η πίστη στους θεούς δεν οδήγησε ποτέ πουθενά. Το ’68 φώναζαν όλοι: “Ζήτω ο Μάο Τσε Τουνγκ”. Έγιναν θυσίες στο όνομά του, εγκλήματα. Ποιο το αποτέλεσμα; Πείτε μου εσείς. Εγώ δεν βλέπω να υπάρχει λόγος που έγιναν όλα αυτά. Όπως και στην περίπτωση της πίστης στο όνειρο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το ίδιο ακριβώς. Η εξουσία όπου και αν υπάρχει, είτε Θεός λέγεται, είτε Χίτλερ, είτε Μάο, είτε Στάλιν, είναι ίδια! Απλώς υπάρχουν περίοδοι όπου οι άνθρωποι, μη έχοντας από πού να κρατηθούν, κρατιούνται από την εξουσία, όποια και αν είναι αυτή. Πάντα τέτοιες περιόδους διαδέχονται περίοδοι ντροπής για τον άνθρωπο!».

Άρα οι θεοί είναι επινόηση των ανθρώπων σε στιγμές ανάγκης.
«Ναι, επινόηση που τελικά οδηγεί μαθηματικά στην ντροπή! Και όχι στην εξύψωση, στην ανάταση, στην εξέλιξη! Μόνο η τέχνη οδηγεί τον άνθρωπο στην εξύψωση, στην ανάταση, στην εξέλιξη. Ξέρετε γιατί;».

Γιατί;
«Γιατί για την τέχνη δεν υπάρχουν θεοί. Δουλειά της τέχνης είναι το ξεγύμνωμα των θεών. Από τη μια αυτό το ξεγύμνωμα είναι λυτρωτικό, από την άλλη όμως είναι τραγικό. Δυστυχώς ο Θεός είναι πάντα ένας στόχος, ένα όραμα, που μόλις το φτάσουμε καταλαβαίνουμε ότι κάποιο λάθος κάναμε».

Η τέχνη είναι το μόνο παράθυρο που οδηγεί στη θέα της τελειότητας και όχι του λάθους;
«Η τέχνη δεν έχει να κάνει με το σωστό και το λάθος. Η τέχνη είναι η αγωγή της ζωής. Σε μαθαίνει η τέχνη να ζεις κάνοντας λάθη αλλά και σωστά. Τώρα δεν ξέρω αν είναι η τέχνη παράθυρο. Αν είναι παράθυρο, ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει τη δύναμη να το ανοίξει αλλά και να το κλείσει! Δυστυχώς υπάρχουν καλλιτέχνες που το ανοίγουν και το αφήνουν ανοιχτό για πάντα. Ενώ η ψυχή δροσίζεται ανοίγοντας το παράθυρο σε εποχές καύσωνος, παγώνει αν το αφήσεις ανοιχτό και το καταχείμωνο! (γέλια) Γι’ αυτό ο καλλιτέχνης πρέπει να ξέρει πότε ανοίγει και πότε κλείνει το παράθυρο της τέχνης του στους ανθρώπους. Η μεταμόρφωση είναι ο θεός του καλλιτέχνη».

Γιατί μερικοί καλλιτέχνες ξεχνούν το παράθυρο ανοιχτό; (γέλια)
«Γιατί είναι μακριά από το κέντρο. Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι συνεχώς μέσα στο καζάνι που βράζει. Αν θέλει να μεταμορφώνεται. Αν ο Πικάσο δεν πήγαινε εκείνη την εποχή στο Παρίσι δεν θα ήταν σήμερα ο Πικάσο. Ο καλλιτέχνης πρέπει να πηγαίνει στο κέντρο, εκεί όπου η φωτιά καίει. Πάντα υπάρχει ένα κέντρο που “βράζει”. Πρέπει να πας, να αντιμετωπίσεις τη φωτιά. Δεν μπορείς να γυρίσεις την πλάτη σου, επειδή εδώ σου προσφέρουν ένα υπέροχο σπίτι και ένα φουσκωμένο λογαριασμό τράπεζας. Ο καλλιτέχνης δεν ήρθε σε αυτή τη ζωή για να πετύχει. Ηρθε για να καεί, για να μάθει, για να μιλήσει ως ανταποκριτής της φωτιάς. Ο καλλιτέχνης είναι ένα φύλλο χαρτί που πέφτει στη φωτιά, καίγεται, αλλά ζει η λευκότητά του αιώνια!».

Πείτε μου τέτοια παραδείγματα καλλιτεχνών.
«Ο Μάλεβιτς. Ο άνθρωπος που έφτασε να κάνει ένα τετράγωνο υπέροχο… Αυτός ο άνθρωπος ξέρετε τι ζωγράφιζε στα τελευταία του έργα; Τον εαυτό του, πορτρέτο του εαυτού του σε αναγεννησιακή νωπογραφία. Πριμιτίφ. Από την απόλυτη γεωμετρία κατέληξε εκεί… Αυτός ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε με βάση πάντα την ποιότητα. Η ποιότητα του έργου του Μάλεβιτς είναι σε τέτοιο βαθμό πνευματική που σωπαίνω».

Όταν λέτε ποιότητα τι εννοείτε;
«Δείτε έναν καλό ζωγράφο και θα τη διακρίνετε. Την ποιότητα την αισθανόμαστε, δεν μπορούμε να την αναλύσουμε, να φτάσουμε στην πηγή της. Βλέπεις τον Αργυρίου και δεν υπάρχει ποιότητα. Ενώ μόλις δεις Παρθένη αναβλύζει η ποιότητα. Και ο Παρθένης πέθανε στην ψάθα. Έτρωγε κολοκυθάκια για να επιβιώσει. Ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος, τον γνώρισα προσωπικώς. Ένας τύπος κλειστός, αλλά ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος. Και εξαιρετικά ποιητικός. Μετά αρρώστησε, κοιμόταν σε ένα στρώμα κατάχαμα και έδενε το παντελόνι του με ένα σπάγκο. Κατάντημα δηλαδή… Και άλλοι ήταν ακαδημαϊκοί».

Του είχε προταθεί να γίνει αλλά αρνήθηκε.
«Ήταν η φύση του. Αλλά έπρεπε να του κάνουν τιμές, και ας μην ήθελε. Μερικούς ανθρώπους πρέπει να τους τιμάμε για μας, όχι γι’ αυτούς τους ίδιους. Τιμώντας τέτοιους ανθρώπους τιμάμε τους εαυτούς μας. Και όχι μόνο δεν τον τίμησαν, τον άφησαν να ζει με 500 φράγκα τον μήνα τρώγοντας κολοκυθάκια. Περίεργα πράγματα».

Ξέρω ότι σας κουράζω, αλλά θα ήθελα μια πιο σαφή απάντηση στο τι είναι ποιότητα. Ξέρετε, ζούμε σε μια εποχή όπου γύρω μας ακούμε συνεχώς ότι η ποιότητα είναι ο ανθρωποδιώκτης· όποιος την έχει μονάζει, είναι εκτός αγοράς. Πολλοί προσπαθούν να περιγράψουν την ποιότητα σαν ασθένεια που ο κόσμος αποφεύγει.
«Ποιότητα είναι μια μαύρη τελεία που γίνεται όταν τη βλέπεις ουρανός γαλάζιος, θάλασσα. Ποιότητα είναι ακριβώς η αιτία του διαλόγου. Ποιότητα είναι η καλλιέργεια των ματιών, των αφτιών, των αισθήσεων. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να αντιληφθεί το καινούργιο. Όλα αυτά που είπατε πριν τα λένε οι άνθρωποι που ήδη είναι νεκροί, και ας ζουν. Νεκρός είναι ένας άνθρωπος όταν γίνεται γκρουπ και χάνει τη διαφορετικότητά του ή την κλείνει στο ντουλάπι για να μπορέσει να ζήσει με τους άλλους. Σήμερα υπάρχει μια τρομοκρατία. Πρέπει να είμαστε όλοι ίδιου γούστου, αλλιώς καταδικαζόμαστε στη μοναξιά. Σήμερα όλοι, οι περισσότεροι, αμύνονται μπροστά σε κάτι νέο με αξία».

Η εποχή μας έχει πάρει διαζύγιο από την ποιότητα δηλαδή;
«Όσο υπάρχουν ο Βιβάλντι και το πινέλο του Σεζάν και του Ματίς, η ποιότητα θα είναι παρούσα και εν δυνάμει να συναντηθεί με τις ψυχές που είναι σε κίνηση».

Η ποιότητα πού βρίσκεται, στην ψυχή ή στο μυαλό;
«Το μυαλό μπορεί να βοηθήσει την ποιότητα να βγει από την ψυχή».

Υπάρχει κάτι σήμερα που θα θέλατε πολύ;
«Να ξαναγινόμουν παιδί!».

Πότε πάψατε να είστε παιδί;
«Από τη στιγμή όπου αισθάνεσαι ευθύνες, παύεις να είσαι παιδί. Το παιδί δεν έχει ευθύνες, γι’ αυτό είναι ελεύθερο. Δεν έχει εμπόδια, γι’ αυτό και δεν σταματάει μπροστά σε κάτι. Όσο μεγαλώνει τόσο και μεγαλύτερα εμπόδια νιώθει ότι έχει να ξεπεράσει. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν εμπόδια. Το μόνο εμπόδιο του ενηλίκου είναι ο εγωισμός του. Όταν αποκτούμε εγώ, γινόμαστε υποκριτές».

Δεν πρέπει να έχεις ένα δυνατό εγώ για να δημιουργήσεις κάτι μεγάλο;
«Ίσως. Αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να πετάς το εγώ σου από το παράθυρο, όπως έκανε ο Σεζάν με τα έργα του: τα πετούσε από το παράθυρο καμιά φορά και οι κηπουροί τα μάζευαν. Ο γάλλος κηπουρός είχε και έχει πάντα το αίσθημα της τέχνης ­ ευτυχώς! (γέλια) Πάντως υπάρχει κάτι μυστήριο με το εγώ. Από τη μια είναι δημιουργικό, από την άλλη καταστροφικό. Γι’ αυτό πρέπει να το παίρνεις σοβαρά και μετά να το κοροϊδεύεις. Ίσως αυτό να είναι μια λύση».

Τι είναι αυτό που κινεί τον καλλιτέχνη;
«Το ανεξερεύνητο και το ήδη υπάρχον. Η έμπνευση τι είναι; Μια αφορμή, δεν είναι τίποτα άλλο. Βλέπεις ένα έργο και από αυτό εσύ δημιουργείς κάτι άλλο. Εμένα γι’ αυτό μου αρέσει αυτό που κάνω. Γιατί δεν νιώθω μόνος. Υπάρχουν οι άλλοι, γι’ αυτό υπάρχω. Αυτοί είναι η αφορμή μου. Δεν πιστεύω σε ό,τι έρχεται από τον ουρανό, αλλά σε ό,τι είναι πλάι μου και κινείται μαζί με μένα. Θα σας πω κάτι που μου συμβαίνει πάντα, ακόμη και τώρα που είμαι πια μεγάλος. Είμαι κουρασμένος, δεν έχω όρεξη για τίποτα, δεν έχω κέφι. Γυρνάω μέσα στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα. Άμα συμβεί και πλησιάσω το ταμπλό, από βαριεστημάρα, γιατί τίποτα δεν θέλω να κάνω, ξαφνικά γίνομαι άλλος άνθρωπος. Οργανικά ξαναστέκομαι στα πόδια μου. Μάλλον αυτό είναι η τέχνη: ένα χάπι που μου φτιάχνει τη διάθεση, αλλά ώσπου να το πάρω ποτέ δεν σκέφτομαι να το πάρω σαν λύση!». (γέλια)

Σας ευχαριστώ.
«Και εγώ».

Toggle navigation

Ο κ. Δ. Ν. Μαρωνίτης είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Και λίγο φως
Ελεγα τις προάλλες πως μας έλειψε ο ωφέλιμος, ώριμος και όψιμος, λόγος, ως αντίβαρο παράφορης νεολατρείας, που συχνά γελοιοποιεί ακμαίους και γέρους. Προς Θεού, δεν τα βάζω με τους νέους. Μια ζωή εξάλλου ολόκληρη, με φοιτητές και φοιτήτριες είχα να κάνω ­ μ’ αυτή την παράξενη και γοητευτική ηλικία, κρεμασμένη κιόλας από την κλωστή της μόλις περασμένης εφηβείας. Και τώρα που ο κύκλος της διδασκαλίας έκλεισε, όπως έκλεισε, περπατώντας στους δρόμους, προσηλώνομαι στα νέα παιδιά ­ και τα φαντάζομαι. Τι θα πει αυτό, δύσκολο να εξηγηθεί· πάντως δεν έχει σχέση με την κωφάλαλη ματιά του νεοκαβαφιστή Σμαραγδή, που με θύμωσε. Αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Δεν πρόλαβα, λοιπόν, να παραπονεθώ για την απουσία στις μέρες μας ενός παρήγορου γερούσιου λόγου, και προχτές «Το Βήμα» με διέψευσε. Μιλώ για δύο συνεντεύξεις: απλόχωρη η πρώτη και χαρισμένη από τον Γιώργο Ζογγολόπουλο· λιγόλογη, σχεδόν κλεμμένη η δεύτερη από τον Γιάννη Μόραλη. Σπουδαία κείμενα, που αν αφαιρεθούν οι ερωτήσεις τους, θα μπορούσαν να ακουστούν στη Βουλή των Ελλήνων προ ημερησίας διατάξεως, και να μεταδοθούν στα βραδινά δελτία ειδήσεων.
Για να μην παρεξηγηθώ: οι εφήμερες και περιοδικές συνεντεύξεις δεν είναι του γούστου μου ­ μήτε εξάλλου του Ζογγολόπουλου και του Μόραλη, όπως ξεκάθαρα προκύπτει και από τις κυριακάτικες ομολογίες τους. Αν πρέπει όμως καλά και σώνει να υπάρχουν συνεντεύξεις και να κυκλοφορούν προς δόξα της δημοσιογραφίας, θα έπρεπε ίσως να αλλάξει ο τύπος τους: να γίνουν αυτοσυνεντεύξεις ­ μέθοδος που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στους επικηδείους, τώρα που τα μέσα υπάρχουν!
Ξαναγυρίζω στις εικόνες και στα λόγια του Γιώργου Ζογγολόπουλου και του Γιάννη Μόραλη. Για τον πρώτο, τούτο το προκαταρκτικό σχόλιο: χαλάλι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα Θεσσαλονίκης, μ’ όλα τα απίθανα και πιθανά ζαβά της, φτάνει που έδωσε την αφορμή να στηθούν στην παραλία της πόλης οι ανάλαφρες ομπρέλες του Ζογγολόπουλου ­ έργο ειρωνικό ενός νεαρού αιωνόβιου, που παίζει με το γκρίζο χρώμα της θερμαϊκής θάλασσας και του μακεδονικού ουρανού. Οσο για τον Γιάννη Μόραλη, αληθινά λυπάμαι που τα τελευταία χρόνια άλλαξα γειτονιά, και δεν βλέπω πια την ευγενικότατη φιγούρα του να ψωνίζει πρωινά τσιγάρα. Και οι δυο τους πάντως φαίνεται να κολυμπούν μέσα στον χρόνο· να μην τους φοβίζει και να μην τον φοβούνται. Ξαναγυρνώ στις συνεντεύξεις και αντιγράφω, προς απόδειξη του ενθουσιασμού μου, σκόρπιες φράσεις από τον ένα και τον άλλον, πλέκοντας αυθαίρετα ένα δίδυμο δίχτυ.

Ζ.: Για την τέχνη μιλώ. Η τέχνη δεν χρειάζεται διαφήμιση.

Μ.: Θα έπρεπε να αφήνω τη δουλειά μου και να δίνω συνεντεύξεις ή να βρίσκομαι συνέχεια στις τηλεοράσεις, για να μην είμαι σνομπ;

Ζ.: Η τέχνη δεν έχει να κάνει με το σωστό και το λάθος […]. Δεν ξέρω αν είναι η τέχνη παράθυρο. Αν είναι παράθυρο, ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει τη δύναμη να το ανοίξει αλλά και να το κλείσει […]. Ενώ η ψυχή δροσίζεται ανοίγοντας το παράθυρο σε εποχές καύσωνος, παγώνει, αν το αφήσεις ανοιχτό και το καταχείμωνο […]. Η μεταμόρφωση είναι ο θεός του καλλιτέχνη.

Μ.: Τρελάθηκες; Κανείς δεν μπαίνει στο εργαστήριό μου. Τα κάνω όλα μόνος μου. Αν δεν είναι έτσι τακτοποιημένα, δεν μπορώ να δουλέψω. Μ’ αρέσει να γυρίζω και να τα βρίσκω ακριβώς όπως τ’ άφησα.

Ζ.: Πάντα διαφωνούσα με τον Μακρή πάνω σ’ αυτό. Δεν μπορούσα ούτε μπορώ ακόμη να στρατευθώ. Είναι ένα προσωπικό μου συναίσθημα αυτό. Δεν διαφωνώ στις ιδέες. Πάντα αριστερές ήταν οι παρέες μου. Κοντά τους σε όλα. Να τους βοηθήσω στα πάντα. Να έρθουν στο ατελιέ μου τον Δεκέμβριο του ’44 και να πετάνε τα όπλα τους πάνω στον καναπέ μου, αλλά εγώ ποτέ δεν πήρα μέρος σε όλα αυτά. Γενικώς ποτέ δεν συμπάθησα τα όπλα.

Μ.: Αλήθεια; Εγώ αντίθετα πιστεύω πως ακόμη είμαι πολύ φλύαρος.

Αυτά, και καλή Σαρακοστή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
«Δεν με ενδιαφέρει η εμπορικότητα»

Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος είναι πάνω από όλα ένας καλλιτέχνης σοβαρός. Ένας καλλιτέχνης ο οποίος ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το αν θα γίνει εμπορικός ή όχι». Σε αυτή τη διαπίστωση προέβησαν με ένα στόμα όλοι όσοι ασχολούνται με την εικαστική ζωή της Ελλάδας, όταν ερωτήθηκαν για την αγοραστική αξία του έργου του. Ο γνωστός δημιουργός είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους τεχνοκριτικούς και στους ιστορικούς τέχνης όχι λόγω καλών δημοσίων σχέσεων ­ «με αυτές δεν ασχολήθηκε ποτέ», υποστηρίζουν οι μελετητές του έργου του ­ αλλά «επειδή είναι ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες, όχι μόνο της γενιάς του αλλά και των νεότερων γενεών, ένας καλλιτέχνης με ήθος και ποιότητα», σύμφωνα με τα λόγια της γκαλερίστριας Πέγκυς Ζουμπουλάκη.
Η προσφορά του Γιώργου Ζογγολόπουλου τα τελευταία πενήντα χρόνια στην ελληνική τέχνη είναι γνωστή και έχει συχνά επισημανθεί από τους μελετητές της πορείας του. Ο γλύπτης έχει καταφέρει «με την εκφραστική δύναμη των έργων του να ενδυναμώσει τις τελευταίες δεκαετίες τον θαυμασμό πολλών φιλότεχνων», όπως επισημαίνει ο επιμελητής του Ιδρύματος Πιερίδη Τάκης Μαυρωτάς. Αυτός φυσικά είναι και ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με την έρευνα που έκανε «Το Βήμα», θεωρείται σήμερα ένας από τους εμπορικότερους έλληνες καλλιτέχνες: «Δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αβάσιμο να κατατάσσεται στους πιο εμπορικούς, έστω και αν ποτέ δεν το επεδίωξε», σύμφωνα πάντα με τα λόγια του Τ. Μαυρωτά.
Δεν το επεδίωξε. Αυτό φάνηκε και στα δικά του λόγια, μέσα από μια πολύ σύντομη τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε με τον 94χρονο σήμερα δημιουργό. «Μα, τι πράγματα είναι αυτά με τις εμπορικότητες;», απάντησε όταν του εκδηλώσαμε την πρόθεσή μας να αναφερθούμε σε αυτή την πτυχή της πολύχρονης σταδιοδρομίας του. «Είναι απαράδεκτα αυτά, δεν με ενδιαφέρουν! Τα λέμε κάποια άλλη φορά. Αφήστε που με αυτά που γράφετε μπορεί να έρθει να μας τσακώσει και η… Εφορία!». Κάνει χιούμορ, από την άλλη όμως φαίνεται εντελώς αποφασισμένος να μη βάλει στην ίδια ζυγαριά την τέχνη και το χρήμα.

* Η αξία και ο χρόνος
«Εχω προσέξει ότι όλοι οι καλλιτέχνες που έχετε παρουσιάσει ως τώρα στην έρευνά σας αρνούνται ­ λόγω δεοντολογίας ­ τον όρο “εμπορικός”, ενώ είναι γεγονός ότι η εμπορευματοποίηση της τέχνης έχει πάρει τελευταίως επικίνδυνες διαστάσεις», παρατηρεί με αιχμηρό τρόπο η Π. Ζουμπουλάκη. «Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, για τους καλλιτέχνες ­ εκτός από μερικές εξαιρέσεις ­ ο χρόνος είναι εκείνος που τους κατατάσσει ποιοτικά και που καθορίζει την αξία του έργου τους». Και σε αυτό ακριβώς στο σημείο επισημαίνει την ξεχωριστή θέση του Ζογγολόπουλου και τονίζει την ειλικρίνειά του στα λόγια και στις πράξεις του ­ «Δεν με ενδιαφέρει η εμπορικότητα» ­ δηλώνοντας και η ίδια: «Τα παραπάνω δεν έχουν ειδική αναφορά στο έργο του Ζογγολόπουλου. Είναι ένας καλλιτέχνης τα έργα του οποίου εκπέμπουν ευφυΐα, χιούμορ και γοητεία, όπως άλλωστε και ο ίδιος, που, παρ’ όλο το προχωρημένο της ηλικίας του, παραμένει γεμάτος νεανικότητα και κέφι για δημιουργία».
Γεννημένος στην Αθήνα το 1903, ο καλλιτέχνης σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στη συνέχεια εργάστηκε για δέκα περίπου χρόνια στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του υπουργείου Παιδείας. Το 1948 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, ενώ μερικά χρόνια αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία. Το 1933 εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως γλύπτης, ενώ το 1948 οργάνωσε στην Αθήνα την πρώτη του ατομική έκθεση. Από εκεί και πέρα οι λαμπρές εικαστικές περιηγήσεις του τον έφεραν συχνά στις μεγαλύτερες διεθνείς εκθέσεις. Παράλληλα άρχισε να αναλαμβάνει και μεγάλα έργα μέσα στον χώρο, για τα οποία απέσπασε σημαντικές διακρίσεις: το Μνημείο του Ζαλόγγου, η διαμόρφωση της πλατείας Ομονοίας, το τεράστιο γλυπτό στην είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το 1964, είναι μερικά μόνο από αυτά.

* Τολμηρές προτάσεις
Στην αρχή το μάρμαρο, μετά το σίδερο, στη συνέχεια πολλά και διαφορετικά άλλα υλικά, όπως φακοί, πλεξιγκλάς, ελατήρια κ.ά.: η πορεία του Ζογγολόπουλου μέσα στον χρόνο ήταν γεμάτη πειραματισμούς και τολμηρές προτάσεις. Προτάσεις που εκτιμήθηκαν δεόντως από τεχνοκριτικούς και κοινό, αποφέροντας στον καλλιτέχνη ευρεία αναγνώριση αλλά και ανεβάζοντας τις τιμές πώλησης των δημιουργιών του στα ύψη. «Το σημαντικό έργο του καλλιτέχνη, εφόσον αυτός έχει ταλέντο, νομίζω ότι συμπίπτει με εποχές ενθουσιασμού, έρωτα για τη ζωή, με ιδανικά και προτεραιότητες που δεν έχουν να κάνουν με την “εμπορικότητα”», λέει η Π. Ζουμπουλάκη. «Θεωρώ ότι το έργο του Ζογγολόπουλου θα αντέξει στις δοκιμασίες του χρόνου και θα κατακτήσει εξέχουσα θέση στην ιστορία της σύγχρονης γλυπτικής».
«Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος είναι ένας πραγματικά σημαντικός γλύπτης», επισημαίνει και η κριτικός και ιστορικός της τέχνης Αθηνά Σχινά. «Ανήκει στους καλλιτέχνες της “γλυπτικής του χώρου”. Μέσα από τα έργα του αναδεικνύει τη δυναμική και τη φορά των “αθέατων” παραμέτρων του χώρου σε σχέση με τη μάζα, την οπτική λειτουργία, το φως, την κίνηση και τις αποστάσεις. Χρησιμοποιεί το νερό ή μεγεθυντικούς φακούς, άλλοτε πάλι στοιχειακές μονάδες (όπως είναι, π.χ., οι ομπρέλες) για να τονίσει τη σημασία των παραγόντων που προανέφερα, μαζί με τις έννοιες ρυθμού, συσχετισμών, διαφάνειας και περιοδικότητας που υπαγορεύουν οι συνθέσεις των “περιβαλλοντικών” γλυπτών του. Στα έργα του Γ. Ζογγολόπουλου εναρμονίζεται λεπταίσθητα η εννοιακή με την ποιητική διάσταση».
«Ο οραματιστής δημιουργός μιας νέας γλυπτικής πρότασης χωρίς δάνεια ή συσχετισμούς με το έργο άλλων καλλιτεχνών», όπως τον χαρακτηρίζει ο Τ. Μαυρωτάς, κατάφερε, με την πάροδο του χρόνου και τις ενδιαφέρουσες εικαστικές προτάσεις που έκανε μέσα από κάθε νέα δουλειά του, να «επιβληθεί» στο ελληνικό χρηματιστήριο των τεχνών ως μια από τις πιο ισχυρές δυνάμεις του. «Τη μεγαλύτερη εμπορική απήχηση έχουν τα έργα του εκείνα τα οποία είναι φτιαγμένα από φακούς, ανοξείδωτο χάλυβα και πλεξιγκλάς, εκτείνοντας ένα ατέρμονο παιχνίδι μεταμορφώσεων της εικόνας: της μορφής και του σχήματος, της έκτασης και της έντασης ανάλογα με την κίνηση του θεατή», λέει ο Τ. Μαυρωτάς. «Αναφέρομαι σε έργα όπως τα “Φακός και ομπρέλα”, “Ομπρέλες και φακός” ή “Φακός και φύλλο” του 1991. Οσο δε για τη σύνθεσή του στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1991 ­ με τις ομπρέλες και την κίνηση του νερού ­, αναντίρρητα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της εξελικτικής του πορείας».
«Μολονότι δεν ασχολούμαι με την εμπορία των έργων τέχνης, διότι εκεί λειτουργούν εξωκαλλιτεχνικοί παράγοντες που δεν σχετίζονται με την εικαστική σημασία των έργων, πιστεύω ότι η ποιότητα και η ελληνικότητα των δημιουργιών του Ζογγολόπουλου, όπως επίσης ο μικρότερος αριθμός τους ­ σε σχέση με την παραγωγή άλλων καλλιτεχνών ­, η μελέτη ισορροπιών που προηγείται της τεχνικής φάσης των γλυπτών του και η αντιμετώπιση που ο καλλιτέχνης είχε από τη σοβαρή κριτική στοιχειοθετούν τους βασικούς λόγους ­ μαζί με τις διακρίσεις που κατέκτησε ­ για την “εμπορικότητά” του», υποστηρίζει η Α. Σχινά. Η γνωστή τεχνοκριτικός θεωρεί ότι οι περίοδοι της τέχνης του που αφορούν τους φακούς και τις ομπρέλες είναι αυτές που ενδιαφέρουν περισσότερο τους αγοραστές.
«Πρέπει ωστόσο να λάβουμε σοβαρά υπόψη και τα μνημεία του», συνεχίζει. «Η σημασία αποκτάται από τη χρονική περίοδο που έγινε ένα έργο, από τις προτάσεις που παρουσιάζει, από τις παρεμβάσεις ακόμη σε κοινωνικό και αισθητικό επίπεδο και από τον τρόπο που ο δημιουργός προάγει τη φιλοσοφία του είδους. Πέρα από αυτά, οι καλλιτέχνες που σέβονται τον εαυτό τους, αυτό που έχουν να εκφράσουν και το κοινό στο οποίο απευθύνονται, δεν επηρεάζονται από την εμπορικότητα του έργου τους. Σε αυτούς ανήκει σίγουρα και ο Ζογγολόπουλος. Υπάρχουν ωστόσο άλλοι που επηρεάζονται από τη ζήτηση. Αυξάνουν μάλιστα ραγδαία και τις τιμές τους. Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης είναι πέρα από αυτά».

* Και οικονομική καταξίωση
Ετσι, παρ’ ότι τα έργα του Γιώργου Ζογγολόπουλου αγοράζονται και πωλούνται για πολλά εκατομμύρια δραχμές, όπως προέκυψε από την έρευνα του «Βήματος», παρ’ ότι αυτό εύλογα βοηθά τον δημιουργό στη ζωή του, ο ίδιος, όπως λένε άνθρωποι που τον γνωρίζουν καλά, δεν παρασύρεται από ανεβασμένες τιμές. «Το να θεωρείται ένας καλλιτέχνης εμπορικός δεν σημαίνει ότι είναι και καταξιωμένος ή σημαντικός, μιας και άλλοι παράγοντες, όπως το μάρκετινγκ, η μόδα, οι δημόσιες σχέσεις κλπ,, έχουν κυρίως να κάνουν με την έννοια της εμπορικότητας», λέει η Π. Ζουμπουλάκη, η οποία τονίζει ότι η εμπορικότητα του Ζογγολόπουλου είναι απλώς ένα από τα αποτελέσματα της μεγάλης σημασίας και αξίας του έργου του.
«Εξαρτάται από το ήθος του καλλιτέχνη, απέναντι στην τέχνη του αλλά και στο κοινό του, το πόσο θα επηρεαστεί αυτός στη δημιουργία του από τις τιμές στις οποίες αγοράζονται τα έργα του», λέει τέλος ο Τ. Μαυρωτάς. «Ο Ζογγολόπουλος σε όλη του τη ζωή υπηρετεί την τέχνη στην απόλυτη έκφραση των αισθητικών της αξιών, αδιαφορώντας για οποιαδήποτε εμπορευματοποίησή της. Έτσι το κάθε του έργο είναι μάρτυρας μιας σπουδαίας ενέργειας: της χαράς του ίδιου να ποιεί την γλυπτική τέχνη». Αυτή η χαρά, τελικά, που νιώθει ο καλλιτέχνης όταν δημιουργεί ίσως να είναι και η κύρια αιτία για την οποία τα έργα του έχουν τόσο μεγάλη αγοραστική αξία. Ο Γ. Ζογγολόπουλος, ακόμη και αν δεν το επεδίωξε, κατάφερε να θεωρείται «ακριβός» και «εμπορικός» επειδή χρησιμοποίησε το ταλέντο του με κέφι, επειδή έσκυψε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον πάνω στη λέξη τέχνη από ό,τι στη λέξη καταξίωση. Και η τέχνη του του έφερε και την (οικονομική) καταξίωση.
Οι τιμές των έργων του
Στην έκθεση που ο Γιώργος Ζογγολόπουλος είχε παρουσιάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην γκαλερί Μπερνιέ, μικρές συνθέσεις του με ομπρέλες πωλούνταν γύρω στα 4 εκατομμύρια δραχμές. Παρατηρώντας το χρηματιστήριο της τέχνης, γίνεται εμφανές ότι η δουλειά του ενδιαφέρει τους αγοραστές, ανεξάρτητα από τις χρονικές περιόδους της. Είναι μάλλον το ίδιο εύκολο να πωληθεί καλά ένα παλαιότερο έργο του Ζογγολόπουλου όσο και ένα καινούργιο. Φυσικά είναι εύλογο συχνά τα παλαιότερα έργα να έχουν κάπως πιο «φουσκωμένες» τιμές από τις νέες δημιουργίες του. Τεράστιες διαφορές, πάντως, δεν παρατηρούνται, και ο καλλιτέχνης παραμένει εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους δημοφιλέστερους εικαστικούς δημιουργούς στον κύκλο των συλλεκτών έργων τέχνης.
Ενδεικτικά, δημιουργίες του της χρονικής περιόδου 1960-65 πωλούνται σήμερα, ανάλογα με το μέγεθός τους, από 2,5 ως 9 εκατομμύρια δραχμές. Παράλληλα, μακέτες μεγάλων έργων του κυμαίνονται από 900.000 ως 1.500.000 δραχμές. Πρόσφατες συνθέσεις του μικρών διαστάσεων ξεκινούν από 800.000 δρχ. για να ξεπεράσουν συχνά το 1,5 εκατομμύριο. Υπάρχουν φυσικά και πολλά μεγάλα έργα «γλυπτικής του χώρου» που είχαν παραγγελθεί στον δημιουργό και για τα οποία ίσχυσαν ιδιαίτερες οικονομικές συμφωνίες που καμία σχέση δεν είχαν με την «οικονομική δύναμη» του έργου του που απευθύνεται στους ιδιώτες.

*Οι τιμές των έργων του
Στην έκθεση που ο Γιώργος Ζογγολόπουλος είχε παρουσιάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην γκαλερί Μπερνιέ, μικρές συνθέσεις του με ομπρέλες πωλούνταν γύρω στα 4 εκατομμύρια δραχμές. Παρατηρώντας το χρηματιστήριο της τέχνης, γίνεται εμφανές ότι η δουλειά του ενδιαφέρει τους αγοραστές, ανεξάρτητα από τις χρονικές περιόδους της. Είναι μάλλον το ίδιο εύκολο να πωληθεί καλά ένα παλαιότερο έργο του Ζογγολόπουλου όσο και ένα καινούργιο. Φυσικά είναι εύλογο συχνά τα παλαιότερα έργα να έχουν κάπως πιο «φουσκωμένες» τιμές από τις νέες δημιουργίες του. Τεράστιες διαφορές, πάντως, δεν παρατηρούνται, και ο καλλιτέχνης παραμένει εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους δημοφιλέστερους εικαστικούς δημιουργούς στον κύκλο των συλλεκτών έργων τέχνης.
Ενδεικτικά, δημιουργίες του της χρονικής περιόδου 1960-65 πωλούνται σήμερα, ανάλογα με το μέγεθός τους, από 2,5 ως 9 εκατομμύρια δραχμές. Παράλληλα, μακέτες μεγάλων έργων του κυμαίνονται από 900.000 ως 1.500.000 δραχμές. Πρόσφατες συνθέσεις του μικρών διαστάσεων ξεκινούν από 800.000 δρχ. για να ξεπεράσουν συχνά το 1,5 εκατομμύριο. Υπάρχουν φυσικά και πολλά μεγάλα έργα «γλυπτικής του χώρου» που είχαν παραγγελθεί στον δημιουργό και για τα οποία ίσχυσαν ιδιαίτερες οικονομικές συμφωνίες που καμία σχέση δεν είχαν με την «οικονομική δύναμη» του έργου του που απευθύνεται στους ιδιώτες.

Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ «ΑΙΘΡΙΟΝ» ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΡΟ

Έφερε φως στον υπόγειο
Ένα υπόγειο έργο τέχνης μεγάλης πνοής που «ακούει» στον παιχνιδιάρικο τίτλο «Αίθριον» και φέρει την «αιθρία» στα υπόγεια του σταθμού του Συντάγματος, αληθινό απόκτημα για την Αθήνα, δημιούργησε ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος για το Μετρό. Σε λίγες ημέρες το έργο του Ζογγολόπουλου θα είναι κοινό κτήμα.

Υπάρχουν παραμύθια που λένε πως κάποιος έκλεψε τον ήλιο ή το φεγγάρι και το έκλεισε σ’ ένα πηγάδι. Ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος, με το έργο του «Αίθριον» που κατασκεύασε στον σταθμό του Μετρό, κατάφερε να φέρει τα πάνω κάτω και να κλείσει το φυσικό φως στο υπόγειο του σταθμού.
Τον περασμένο Μάιο έδειξαν στον 97χρονο ήδη Γιώργο Ζογγολόπουλο τον αδιαμόρφωτο ακόμα σταθμό του Συντάγματος, μήπως ήθελε να προτείνει κάποιο έργο. Κι εκείνος, αντί να στραφεί στη μεγάλης προβολής αίθουσα του κεντρικού σταθμού, πρόσεξε μια…τρύπα. Την τρύπα εισόδου του Μετροπόντικα, ένα τεράστιο πηγάδι που επρόκειτο να μπαζωθεί ξανά, έναν χώρο εντελώς αδιαμόρφωτο, που «έπεφτε» πάνω από τον κόμβο που οδηγεί στη Γραμμή προς Μοναστηράκι. «Θα το σκεφτώ», είπε κι αποχώρησε. Σε μία εβδομάδα είχε καταθέσει επτά μακέτες και τρεις λύσεις.
«Γενικά με ενδιέφερε να αξιοποιηθεί η τρύπα, να μην απονεκρωθεί. Νομίζω ότι ήταν ένα εργαλείο του Μετρό», λέει στα «ΝΕΑ» ο καλλιτέχνης.

Η τρύπα ήταν ένας σωλήνας, με διάμετρο 8.80 μ. και ύψος 18 μ., κάτω από τον οποίο περνά ένας διάδρομος, ώστε το συνολικό ύψος του να φθάνει τα 22 μ.
Σχέδια μακέτας, ντοσιέ, παραλλαγές επί παραλλαγών. Ο καλλιτέχνης πέρασε από ένα δημιουργικό ντελίριο.
Ο Ζογγολόπουλος άφησε την τρύπα όπως ήταν. Απλώς την έντυσε με ένα «καθρέφτη» από ανοξείδωτο μέταλλο, που παρακολουθεί τις ανωμαλίες του εδάφους. Αυτό ήταν. Το πηγάδι, η τρύπα, απέκτησαν μια υφή και το χρώμα των τρεχούμενων νερών, όπου αντικαθρεφτίζεται το φως της μέρας και της νύχτας. Μέσα σε αυτό το «κανόνι» κρέμασε σκάλες και χρωματιστές ομπρέλες, που κινούνται απαλά από ένα ελαφρύ ρεύμα.

Ο αντικαθρεφτισμός των καθαυτών αντικειμένων δημιουργεί ένα σχήμα, «μια φανταστική εικόνα, δηλαδή ζωγραφική», καταλήγει ο Γιώργος Ζογγολόπουλος.
Από πάνω σχεδίασε ένα στέγαστρο, «ανάλαφρο, όχι βαρύ, να μη μιμείται την παλιά αρχιτεκτονική των τοίχων, και κάτω στο δάπεδο πλέον του σταθμού ένας άλλος καθρέφτης από μέταλλο αντικαθρεφτίζει όλη την τρύπα, με το φυσικό φως, έτσι ώστε να μην αναγκάζεσαι να σηκώσεις ψηλά το κεφάλι σου».
«Θα ήταν κουραστικό για έναν μεγάλο άνθρωπο», συμπληρώνει.
«Φαντάστηκα ότι για έναν άνθρωπο, το να βρίσκεται στα υπόγεια, κάτω από την τρύπα είναι καταθλιπτικό. Οι σκάλες προς τον ουρανό δείχνουν την επιθυμία να ανέβεις επάνω. Δεν είναι όμως συνεχόμενες, είναι σπασμένες», εξηγεί.

Τι ρόλο παίζουν οι διάτρητες ομπρέλες, που είναι σαν να μας λένε «μη φοβάστε να βραχείτε»;
«Έχουν τα βασικά χρώματα της ζωγραφικής και θυμίζουν τις κεραίες και τις αντένες με τις οποίες επικοινωνούμε με όλον τον κόσμο».
«Οι μορφές του», σημείωνε παλαιότερα για τον Ζογγολόπουλο η κριτικός τέχνης Έφη Ανδρεάδη «συνοψίζονται σε έργα κάθετα, που υψώνονται σχεδόν χωρίς βάρος, και που, ενώ προϋποθέτουν τη βαθιά γνώση του δομικού σκελετού, κατορθώνουν να διατηρήσουν έναν χαρακτήρα ανάλαφρου αυτοσχεδιασμού».
Και αυτό το μυστήριο της δροσιάς και δημιουργικότητας του έργου είναι εκστατικό και σε στιγμές έκστασης κανείς δεν μιλάει. Η σύνθεση δεν είναι μόνο η σύνθεση των στοιχείων, αλλά και η σύνθεση των τεχνών.

Περνώντας κάτω από το «Αίθριον» του Ζογγολόπουλου για το Μετρό του Συντάγματος, κανείς δεν αισθάνεται κλειστοφοβία, σαν να βρίσκεται, όπως πράγματι συμβαίνει, στο βάθος της γης. Αισθάνεται ανάταση, μια δύναμη που τον τραβά προς τα πάνω, όπως κάτω από τον θόλο της εκκλησίας.
Στα έργα των τελευταίων χρόνων, με υλικό το λεπτό ατσάλι, σε ελάχιστες διατομές, δουλεύει με το φως αναζητώντας την ενότητα. «Υπηρετώντας την πλαστική σαν χειρουργός τοποθέτησε πάνω στο δέρμα της γης ελιξήρια νεότητας», γράφει γι’ αυτόν ο Χρήστος Παπούλιας. Ίσως αυτό να είναι το μυστικό της μακροβιότητάς του και εκείνης της αδάμαστης νεανικής πνοής που τον περιβάλλει…

Ένας λόγος ίσως να είναι η χαρά για την όψιμη αγάπη και την αναγνώριση με την οποία περιβάλλεται τώρα. Αν θυμάστε, έργο του Ζογγολόπουλου, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και καταστράφηκε τελικά, ήταν το σιντριβάνι της Ομόνοιας ενώ παλαιότερα ο Ζογγολόπουλος έχτιζε σπίτια.

εις μνήμην Γιώργος Ζογγολόπουλος ” Για να υπάρχω…” Μια αδημοσίευτη συζήτηση με τον μεγάλο γλύπτη που μας άφησε προ ημερών Σχεδόν σε καθεμιά από τις δύσκολες εκείνες στιγμές όπου φεύγει από τη ζωή ένας σημαντικός καλλιτέχνης γράφεται ότι «σύσσωμος ο κόσμος της τέχνης πενθεί». Είναι κοινός τόπος ότι η αλόγιστη χρήση κάνει τις λέξεις να χάνουν τη δύναμή τους και έτσι όταν παρουσιάζεται μια περίπτωση όπως ο θάνατος του σπουδαίου γλύπτη, ζωγράφου και αρχιτέκτονα Γιώργου Ζογγολόπουλου, σχεδόν δεν βρίσκεται ο τρόπος να περιγραφεί η αίσθηση που κυριαρχεί. Ασφαλώς, ο μεγάλος καλλιτέχνης μάς άφησε πλήρης ημερών: τα λεξικά τον θέλουν να έχει γεννηθεί το 1903 αλλά πολλοί που τον γνώριζαν έλεγαν ότι ήταν ακόμη μεγαλύτερος. H θλίψη όμως έχει πιο πολύ να κάνει με το ότι λείπει. Λείπει σε όλους. Ελειπε όταν τον τελευταίο καιρό είχε καταπέσει και αποτραβηχτεί και θα λείπει βέβαια στο εξής. Οπως όλοι όσοι τον ήξεραν ομολογούν, ήταν πάντα «νέος στη σκέψη». Αυτό, παρά τη θλίψη του, είχε να μου πει και ο επί χρόνια καλός του φίλος, ο γλύπτης Μιχάλης Κατζουράκης: «Ο Γιώργος άρχισε στα εβδομήντα του χρόνια να κάνει μια τελείως διαφορετική δουλειά από αυτήν που έκανε ως τότε, για την οποία άλλωστε έγινε και πιο γνωστός. Αλλοι σε αυτή την ηλικία τελειώνουν μια σταδιοδρομία, δεν αρχίζουν καινούργια». Δεν μπορώ να μην ομολογήσω ότι επί χρόνια ευχόμουν να βρεθεί μια ευκαιρία να συναντήσω τον Γιώργο Ζογγολόπουλο. Δεν ήταν τόσο εύκολο. Λίγο ο χαρακτήρας του που, υποθέτω, δεν ήταν ακριβώς του είδους που διαθέτει «χημεία» με τους δημοσιογράφους, λίγο η προχωρημένη ηλικία του, με είχαν κάνει να εγκαταλείψω το εγχείρημα αρκετές φορές. Οταν τελικά πήγα στο σπίτι του για πρώτη και μοναδική φορά, το όφειλα σε έναν κοινό φίλο, τον Γιάννη Δεληκωστόπουλο, ο οποίος θαύμαζε τη γλυπτική του Ζογγολόπουλου και είχε πρόσφατα αγοράσει ένα μικρό έργο. Πήγα λοιπόν και αισθανόμουν κάπως σαν να πηγαίνω ακάλεστος σε γενέθλια, διότι δεν ήξερα τις λεπτομέρειες της συνεννόησης, δεν ήξερα καν αν ο καλλιτέχνης είχε ειδοποιηθεί ότι είμαι δημοσιογράφος. Ασφαλώς είχε ειδοποιηθεί. Μπαίνοντας στο σπίτι του στο Ψυχικό, αμέσως αναρωτήθηκα αν υπήρχε κάτι που να μη γνωρίζει αυτός ο άνθρωπος. Βρέθηκα μπροστά σε έναν διαυγέστατο συνομιλητή με πηγαίο χιούμορ και διεισδυτική διάθεση αυτοσαρκασμού. Δεν με άφησε καν να τον διαβεβαιώσω ότι αυτό που ήθελα στην πραγματικότητα ήταν απλώς να συζητήσουμε και ότι συνέντευξη θα μπορούσαμε να κάνουμε στο μέλλον. «Στο μέλλον;» με ρώτησε χαμογελώντας. Τη συζήτησή μας δεν τη δημοσίευσα τότε όχι επειδή δεν υπήρχε αφορμή – όπως μου επεσήμανε ο ίδιος ο γλύπτης – αλλά επειδή την είχα αισθανθεί τόσο προσωπική. «Κοιτάξτε» μου είχε πει «θα σας δώσω υλικό για συνέντευξη τώρα. Χρησιμοποιήστε ό,τι χρειάζεστε από την κουβέντα μας, όποτε υπάρξει λόγος. Απλώς νομίζω ότι δεν υπάρχει αφορμή τώρα, καταλαβαίνετε; Εχω δημοσιοποιήσει τα πάντα. Ο,τι έχω κάνει. Ολα μου τα έργα. Ολα αυτά που βλέπετε εδώ, ακόμη και τις μακέτες, τα έχω δείξει». Μολονότι ήξερα ότι είχε δίκιο, είπα ότι αφορμή θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα έργα που έχουν εγκατασταθεί στην Αθήνα. «Μα και αυτά» μου είπε «έχουν παρουσιαστεί. Μάλιστα, αφού έκανα το έργο στο Σύνταγμα και έγιναν τα εγκαίνια, άρχισαν και οι επιθέσεις. Πήρε, έλεγαν, ο Ζογγολόπουλος 100 εκατομμύρια. Εντάξει…». Ο Τύπος, ρώτησα, το έγραψε αυτό; «Οχι, όχι» μου απάντησε. «Κάτι καλλιτέχνες το έλεγαν». Φαγωμάρα εσωτερική, είπα. «Γκρίνια» είπε ο Ζογγολόπουλος. «H γκρίνια μάλιστα είχε επεκταθεί σε πολλούς καλλιτέχνες. H σκέψη όμως ήταν απλή, οι άνθρωποι που έκαναν την ανάθεση σκέφτηκαν σωστά. Αυτοί ανέθεσαν σε ορισμένους να προτείνουν έργα. Μετά ακολούθησαν οι διαγωνισμοί. Και ομολογώ ότι στην ηλικία μου δικαιούμαι να βάλουν ένα έργο κάπου χωρίς διαγωνισμό. Να προτείνω, δηλαδή, εγώ τι να κάνουμε». Με κοίταξε. «Θεωρήστε το αυτό» μου είπε «μια δόση συνέντευξης. Ενα μέρος του υλικού». Τον ευχαρίστησα. «Λοιπόν» συνέχισε «τελικά γίνεται και η Ομόνοια. Ξέρετε, είναι εκείνο το γλυπτό που είχα δείξει στη Βενετία, πάνω στην εξέδρα. Το έκανα πολλά χρόνια αυτό, πήγαινα και έδειχνα κάτι στη Βενετία. Τώρα βέβαια, θα μου πείτε, γιατί το κάνω; Για να υπάρχω. Για να υπάρχω…». «Οταν έχεις ζήσει εκατό χρόνια, έρχεται μια στιγμή που σκέφτεσαι: Basta!» Εκτός από την Ομόνοια, είπα, έγινε και το έργο κοντά στο αεροδρόμιο. «Ναι, ναι» μου απάντησε ο γλύπτης. «Εκεί κάνουμε έναν διακανονισμό, ένα είδος δανείου. Αλλά βέβαια, αν πεθάνω γρηγορότερα, τους μένει το έργο!». Και γέλασε. Και εγώ και ο Γιάννης, που τόση ώρα καθόταν σιωπηλός, χτυπήσαμε ξύλο με μανία. Και ξαφνικά ο φίλος μου έκανε την ερώτηση που, πιστεύω, δεν θα είχα τολμήσει ποτέ να κάνω· του είπε: «Σας φοβίζει ο θάνατος;». «Αν με φοβίζει;» αντιγύρισε ο Ζογγολόπουλος. «Οταν έχεις ζήσει εκατό χρόνια, ξέρετε, έρχεται μια στιγμή που σκέφτεσαι: Basta! Αρχίζουν οι δυνάμεις να ελαττώνονται και με φοβίζει περισσότερο αυτό το γεγονός παρά ο θάνατος». Πάντως, είπα, η δουλειά δεν φαίνεται να σταματά. «Ομολογώ» μου είπε «ότι έχω πολύ καλούς βοηθούς». Αποφάσισα να αλλάξω συζήτηση και ρώτησα γιατί, πέραν των γλυπτών σε δημόσιους χώρους, δεν κάνει ο γλύπτης μια έκθεση, ας πούμε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης; «Μου το έχουν προτείνει» απάντησε. «Και θα το ήθελα. Αυτή η κοπέλα που είναι διευθύντρια εκεί, η Αννα Καφέτση, κάνει πράγματα, όλο τρέχει από ‘δώ, τρέχει από ‘κεί, ταξιδεύει, ψάχνει. Και αυτά που γράφει είναι εύστοχα πολλές φορές. Εγώ όμως δεν κάνω έκθεση αν δεν έχω τη δουλειά. Δεν κάνω έκθεση αν δεν είμαι έτοιμος». Εχω την αίσθηση πάντως, είπα, ότι ο Γιώργος Ζογγολόπουλος παρακολουθεί πολύ στενά ό,τι συμβαίνει στην τέχνη. «Δεν μπορώ» είπε «να πηγαίνω πια σε δύο εγκαίνια μέσα σε μια μέρα. Δεν αντέχω. Πηγαίνω όμως σε ένα, όταν υπάρχει κάτι που θέλω να δω». Τι ξεχωρίζει λοιπόν; ρώτησα. «Ο φίλος μου» μου απάντησε ο καλλιτέχνης «ο Μιχάλης ο Κατζουράκης είναι καλός γλύπτης. Πολύ σωστός. Από αυτόν έπρεπε να πάρετε συνέντευξη». Του έχω πάρει, είπα, όταν έκανε την αναδρομική στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ύστερα στο Εργοστάσιο της ΑΣΚΤ Αθηνών. «A, του μιλήσατε; Ωραία. Από τους μεγάλους ο Ξενάκης είναι καλός. “Μεγάλος” βέβαια είναι τρόπος του λέγειν, δεν είναι μεγαλύτερος από μένα. Και από τους νέους ο Γιώργος Λάππας είναι πολύ καλός. Και ο Γιώργος Γυπαράκης επίσης. Είναι πολύ νέος, έχει δρόμο μπροστά του αλλά είναι καλός. Ετσι κι αλλιώς, αυτή η δουλειά θέλει πολύ χρόνο. Ξέρετε, η καλλιέργεια του ματιού είναι πολύ μακρά διαδικασία. Και δύσκολη. Θυμάμαι όταν άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα. Ηταν όταν είχα δει την “Γκερνίκα” του Πικάσο, στο ισπανικό περίπτερο, το 1937. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Ετσι είναι. Πρέπει να μπεις σε αυτόν τον κόσμο. Είτε δεν σε ενδιαφέρει και έτσι δεν μπαίνεις καθόλου είτε σιγά σιγά καταλαβαίνεις τι γίνεται. Δεν πρόκειται για το αν κάνει κάποιος ρεαλισμό ή αφαίρεση ή ό,τι κάνει τέλος πάντων. Και δεν έχει σχέση η ηλικία. Ο Γιάννης Παππάς, ας πούμε, πήγε κάπου πολύ διαφορετικά με τη δουλειά του σε μεγάλη ηλικία». Και ο Ζογγολόπουλος το ίδιο, είπα. «Ναι» μου απάντησε. «Το ίδιο». Εκείνη τη στιγμή, όπως καθόταν ο Γιώργος Ζογγολόπουλος με την πλάτη στην μπαλκονόπορτα, είδα μια τεράστια χελώνα να διασχίζει το γρασίδι της αυλής. Πρέπει να ακούστηκε τουλάχιστον παιδικό όταν αναφώνησα: «Μια τεράστια χελώνα!». «A, βέβαια» είπε ο Ζογγολόπουλος. «Εχουμε δύο στον κήπο. Πηδιούνται όλη την ώρα!». Ετσι, με γέλια, σηκωθήκαμε να φύγουμε, σκεπτόμενοι ότι πιθανώς τον είχαμε κουράσει. Εύκολο ίσως να το πει κανείς μετά τη θλιβερή είδηση του θανάτου του αλλά είχα πολύ συχνά στον νου μου τη συζήτησή μας. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν έναν-δυο μήνες αργότερα, στα εγκαίνια μιας έκθεσης φίλου του. Του φέραμε μια καρέκλα – δίχως να τη ζητήσει ο ίδιος -, κάθησε και παρακολουθούσε. Δίπλα του στεκόταν ο ζωγράφος Δημοσθένης Κοκκινίδης. Εγώ είχα πάει στα εγκαίνια με μια παιδική μου φίλη, κοπέλα ψηλή και όμορφη. Πλησίασα να τον χαιρετήσω και να του συστήσω τη φίλη μου. Εκανε να σηκωθεί. «Βλέπεις, δάσκαλε;» του είπε ο Κοκκινίδης νεύοντας προς την κοπέλα. «Βλέπεις;». «Ασε» απάντησε ο Ζογγολόπουλος. «Οι μόνες απολαύσεις που μας έχουν μείνει είναι οπτικές!…».
Σχόλια & κριτικές

Σχόλια & κριτικές

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΞΥΔΗΣ
«ZOΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»

Από το 1979 ασχολείται επίσης με υδροκινητικές κατασκευές σε συνδυασμό με ανοξείδωτο χάλυβα και με το νερό που κυλάει ήρεμα ή απρόοπτα και σπασμωδικά.

Αυτά τα πιο τελευταία του έργα εξετέθηκαν στις Βρυξέλλες (Ευρωπάλεια ’82) και τελευταία στην Αθήνα το 1984.. Ευχάριστα στον ήχο και την όψη με το θρόισμα στα γλυπτικά στοιχεία.

Έργα που θα ευχόταν κανείς να στηθούν σε δημόσιους χώρους, αυτά τα έργα δείχνουν πως τα πνευματικά νιάτα και η αξία δεν έχουν να κάνουν με τα χρόνια.

ΒΕΑΤΡΙΚΗ ΣΠΗΛΙΑΔΗ

«ZOΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Δεν είναι υπερβολικό αν πούμε ότι η συμβολή του φετεινού χρόνου στον «κόσμο της ελπίδας» - όπως ο Μαρκούζε όρισε τη ζωγραφική και τη γλυπτική- είναι το γλυπτικό έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου (ινστιτούτο Γκαίτε). Σ’ αυτή την εκτίμηση δεν συντελεί καθόλου η ηλικία του καλλιτέχνη, που, αντίθετα, θα μπορούσε σε άλλη περίπτωση να χρησιμεύσει σαν ελαφρυντικό.

Είναι πάντως αξιοθαύμαστο και το γεγονός μιας τέτοιας παραγωγής σφριγηλού και δροσερού έργου από έναν καλλιτέχνη που θα μπορούσε εδώ και αρκετά χρόνια να επαναπαύεται στις δάφνες του.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Εκδόσεις Κ. Αδάμ 2007
Γλύπτης ακάματος και ερευνητικός Ζωγράφος και γλύπτης, δοκιμασμένος στην πράξη κι όχι στα χαρτιά, αιώνια έφηβος στη σκέψη και τη δημιουργία του, μαχητικός πάντα, ενδιαφερόταν η δουλειά του να είναι σε αρμονία με τη φύση.

Ειδικότερα, στα έργα της ώριμης περιόδου του ενσωματώνει στοιχεία της ίδιας της φύσης, και με πολλή εφευρετικότητα τους δίνει κίνηση και πνοή για να εκπέμψουν τελικά στον θεατή εκφραστικότητα, ποίηση, λυρισμό, μια αίσθηση ενατένισης.

Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος (1902/3-2004) θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Νεοέλληνες γλύπτες, από τους πρώτους Έλληνες εικαστικούς που πέρασαν στην αφαίρεση, ενώ κατόρθωσε στη συνέχεια να ανακυκλώσει στο έργο του ποικίλες καλλιτεχνικές περιόδους και προβληματισμούς ενός ολόκληρου σχεδόν αιώνα.

Μαχητικός, εφευρετικός, πρωτότυπος, πολυπράγμων και ακάματος, αναμφίβολα σε όλες τις περιόδους της καλλιτεχνικής του πορείας, κατόρθωσε να δημιουργήσει έργο ξεχωριστό, το οποίο συνδυάζει το παιχνίδι ενός παιδιού και την εγκεφαλικότητα ενός ώριμου άνδρα. Η καλλιτεχνική δημιουργία του, με διεθνή αναγνώριση, καλύπτει εννέα δεκαετίες, ενώ τη διακρίνει αδιάκοπη διάθεση ανανέωσης.

Γλύπτης ανήσυχος και ερευνητικός, αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα πόσο απαραίτητη προϋπόθεση ήταν για τα έργα του η αρχιτεκτονική δομή. Δεν περιφρόνησε καμία περιοχή της θεματογραφίας: δούλεψε προτομές, ηρώα, ταφικά μνημεία, ελεύθερες συνθέσεις, αναπτύσσοντας και τις κατηγορίες του ανάγλυφου, του ολόγλυφου και του περίοπτου έργου.

Φιλοτέχνησε επίσης αρχιτεκτονικά και άλλα σχέδια, καθώς και ζωγραφικούς πίνακες, που, σε συνδυασμό με τη γλυπτική του, η οποία κινείται από την αφαίρεση έως και την οπτικοκινητική τέχνη, ολοκληρώνουν την πορεία του στη νεοελληνική και τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία.

Καλλιτέχνης με πλούσια δραστηριότητα, χωρίς να περιορίζεται από κατακτημένες λύσεις, δεν δίστασε να αρνηθεί ό,τι είχε εφαρμόσει και εξαντλήσει, για να προχωρήσει σε αδοκίμαστες, τολμηρές επιλογές. Στα έργα του, από μια εποχή και μετά, αξιοποίησε το «συναρπαστικό», όπως το αποκαλούσε, υδάτινο στοιχείο, σε συνδυασμό με το μέταλλο και το πλεξιγκλάς.
Πάντα η φαντασία του αποδείχτηκε ανεξάντλητη, η ικανότητά του να χειρίζεται με άνεση τα υλικά του αδιαμφισβήτητη, το πάθος του για έκφραση ασίγαστο, ο ενθουσιασμός του φλογερός, η θέλησή του για ζωή ακατάβλητη. Μέχρι το τέλος, επιζητούσε τον γόνιμο μορφολογικό διάλογο και προβληματισμό.

Την καθοριστική για την ελληνική τέχνη της μεταπολεμικής περιόδου δεκαετία του 1950, ο Ζογγολόπουλος έχει ήδη κάνει αποφασιστικά βήματα (την ίδια εποχή με τους γλύπτες Κλέαρχο Λουκόπουλο, Αχιλλέα Απέργη και Κώστα Κουλεντιανό, ο οποίος ομολογούσε πολύ αργότερα την επίδραση του Ζογγολόπουλου σε δικά του έργα) προς αφαιρετικές περιοχές – προηγήθηκαν οπωσδήποτε ο Χρήστος Καπράλος και ο Λάζαρος Λαμέρας-, υπέστη στην Ελλάδα τη δριμεία κριτική των παραστατικών καλλιτεχνών και την προκατειλημμένη αντίδραση ενός κοινού μη εξοικειωμένου με τις αφαιρετικές τάσεις στη γλυπτική. Τον υποστήριξαν κάποιες μεμονωμένες φωνές της τεχνοκριτικής.

Η διαδρομή του Γιώργου Ζογγολόπουλου –για την οποία λείπει μέχρι σήμερα μια διδακτορική διατριβή- μπορεί και πρέπει να μελετηθεί στο βιβλίο αυτό πρωτίστως χρονολογικά: τα χρόνια των σπουδών και της μαθητείας, η εργασία του σε παραγγελίες για προτομές, ηρώα και ταφικά μνημεία, οι καινοτομίες του με τα υδροκινητικά και τα φωτοκινητικά γλυπτά, η συμμετοχή του σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, η πρόσληψη του έργου του.
Με τις προϋποθέσεις αυτές ως αναγκαίες και ικανές συνθήκες, θα αναδειχθούν οι θεματολογικοί και τεχνοτροπικοί άξονες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του.

Η καλλιτεχνική δημιουργία – γλυπτική, ζωγραφική, σχέδια και αρχιτεκτονική- του Γιώργου Ζογγολόπουλου εκτείνεται σε ασυνήθιστο άνυσμα χρόνων. Ο μελετητής του περιέρχεται έτσι σε δεινή θέση, αφού πρέπει να προσεγγίσει και να αφομοιώσει προσπάθειες με πολλαπλότητα τύπων και ποικιλία μορφών.

Είναι ο Ζογγολόπουλος ο παραστατικός γλύπτης της προπολεμικής περιόδου ή ο αφαιρετικός δημιουργός των μεταπολεμικών χρόνων; Η απάντηση στο ερώτημα εγκλείεται μέσα στα ίδια τα έργα.

Ο καλλιτέχνης μας συνιστά τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση, μετά τον Γιαννούλη Χαλεπά, μιας απροσδόκητα μεταμορφωτικής πορείας από την παραστατικότητα προς την αφαίρεση.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΤΟΥΡΟΣ

«ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Η Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι υπερήφανη για το απόκτημά της και για το γλυπτικό έργο αυτό καθαυτό του Γ. Ζογγολόπουλου και για το ότι ένα δημιούργημα Τέχνης συμμετέχει ενεργητικά και θετική στην αισθητική λειτουργία της πόλης.

Από αυτή την άποψη, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται όχι απλώς στην πρώτη σειρά των αντίστοιχων προσπαθειών στα Βαλκάνια, αλλά και μέσα στην Ευρώπη. Πρέπει να συγχαρούμε τη ΔΕΘ για την πρωτοβουλία της: παρά το μικρό χρονικό διάστημα που είχε για να αναθέσει την κατασκευή του και το ακόμη μικρότερο για την εγκατάστασή του και την διαμόρφωση του περιβάλλοντος.

Όπως το Ρότερνταμ έχει τον Πέβσνερ του, έτσι και η Θεσσαλονίκη έχει τον Ζογγολόπουλό της.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΤΟΥΡΟΣ

«ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Η Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι υπερήφανη για το απόκτημά της και για το γλυπτικό έργο αυτό καθαυτό του Γ. Ζογγολόπουλου και για το ότι ένα δημιούργημα Τέχνης συμμετέχει ενεργητικά και θετική στην αισθητική λειτουργία της πόλης.

Από αυτή την άποψη, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται όχι απλώς στην πρώτη σειρά των αντίστοιχων προσπαθειών στα Βαλκάνια, αλλά και μέσα στην Ευρώπη. Πρέπει να συγχαρούμε τη ΔΕΘ για την πρωτοβουλία της: παρά το μικρό χρονικό διάστημα που είχε για να αναθέσει την κατασκευή του και το ακόμη μικρότερο για την εγκατάστασή του και την διαμόρφωση του περιβάλλοντος.

Όπως το Ρότερνταμ έχει τον Πέβσνερ του, έτσι και η Θεσσαλονίκη έχει τον Ζογγολόπουλό της.

ΈΦΗ ΑΝΔΡΕΑΔΗ

Έφη Ανδρεάδη - Κριτικός Τέχνης, Αθήνα, 1993,
"ZONGOLOPOULOS, XLV Biennale Βενετίας 1993"

Στο γλύπτη Γιώργο Ζογγολόπουλο του δόθηκε να τραγουδήσει δυνατά και προπαντός καθαρά και για μια ολόκληρη μακριά ζωή, αφιερωμένη στην τέχνη του. Έτσι πράγματι μπόρεσε να ξυπνήσει όσους βέβαια είχαν τη χάρη να ακούν.

Όπως ήταν φυσικό, επηρεάστηκε στα πρώτα δημιουργικά του χρόνια, στη δεκαετία του ’40, από τα ρεύματα που σημάδευαν την τέχνη της δυτικής Ευρώπης, μια και έδρασε από την πρώτη στιγμή σαν ένας καλλιτέχνης πέρα από τα στενά σύνορα της πατρίδας του και ειδικά από τον αφαιρετικό υπερρεαλισμό και τα κατάλοιπα του νεοπλαστικισμού.

Ο Ζογγολόπουλος δεν είχε ποτέ του τον «φετιχισμό» του νεωτερισμού, για να μπορέσει όμως να ικανοποιήσει τις ανησυχίες του, να δοκιμάσει νέους τρόπους και να δημιουργήσει τελικά το δικό του ιδίωμα, έπρεπε ως Έλληνας να υπερβεί και να υπερνικήσει συμβάσεις και αρχές αιώνων, που συνέδεαν τη γλυπτική και τη δικαίωσή της μέσα στο χώρο, με το σκάλισμα ή το πλάσιμο του φυσικού υλικού. Πολύ γρήγορα πέρασε από τη «γλυπτική» των υλικών στην «κατασκευή», ερευνώντας και δοκιμάζοντας νέα υλικά που θα απέδιδαν πιο πειστικά την τεχνολογική εποχή μας.

Από τα πρώτα χάλκινα ή σιδερένια έργα του, όπου εκδηλώνεται όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον του για τη «δομή», οι μορφές του συνοψίζονται σε έργα κάθετα, που υψώνονται σχεδόν χωρίς βάρος και που, ενώ προϋποθέτουν τη βαθιά γνώση του δομικού σκελετού, κατορθώνουν να διατηρήσουν ένα χαρακτήρα ανάλαφρου αυτοσχεδιασμού. Η δράση του έργου του μέσα στο χώρο εξερευνά όλο και περισσότερο το ρόλο του κενού, όπως και την υπόσταση μιας διαφάνειας που απελευθερώνει τη «γραφή» του από τα αμετακίνητα στηρίγματα της «κονστρουκτιβικστικής» πρακτικής.

Στο έργο του εισβάλλουν τα «κινητικά» στοιχεία που θα δημιουργήσουν μια άλλη σχέση με το χρόνο. Ενώ ο χώρος, ελαστικός, σχεδόν ρευστός, έρχεται να παίξει ιδιαίτερο ρόλο στη δομή του έργου. Αυτή η χωρίς ύλη παρουσία υποδηλώνεται στην αρχή με τους «φακούς» που συλλαμβάνουν, μεγεθύνουν και διαθλούν τη φωτεινή ρευστότητα της μορφής, και τέλος, με το νερό που, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι το «αίμα του γλυπτού» που το κάνει να αναπνέει, να κινείται και να θροΐζει.

Τα έργα του της τελευταίας δεκαετίας επικεντρώνονται και εκμεταλλεύονται τη διαφάνεια, το βάρος, τις ροές του νερού μέσα από περίπλοκες ή πολύ απλές λειτουργίες, αγωγούς, σωλήνες, αλυσίδες κ.λ.π.

Το φως, με τις ανακλάσεις σε μεταλλικές ή υγρές επιφάνειες, δίνει την ένταση σ’ αυτές τις κατασκευές. Ο ρυθμός τους –όπως και σ’ όλο το έργο του Ζογγολόπουλου- δεν είναι ποτέ σπασμωδικός. Εξυπηρετεί και μ’ αυτά τα έργα του αυτό που ονόμαζε ο Πέβσνερ «μυθολογία του μεταβλητού χώρου» με τρόπο άμεσο, άνετο, αλαφροπάτητο και με χιούμορ.

Αλλού ξεκινάει με την ιδέα του «perpetuum mobile» κι αλλού, ειδικά στις «βροχές» του, αποτυπώνει σε μέταλλο μια «γραφίστικη» πολλές φορές ανάπτυξη, που περιλαμβάνει αριστοτεχνικά και ορίζει ποιητικά το άπιαστο, άυλο και αιώνια παρόν κενό. Σ’ αυτούς τους «φακούς» ο Ζογγολόπουλος βάζει στην υπηρεσία της γλυπτικής την άλλη όψη της κίνησης, δηλαδή την «οπτική» με εφέ την μεγέθυνση, το φως του, την απάτη των αποστάσεων και των κλιμάκων. Στο τελευταίο μάλιστα έργο της σειράς όπου ο φακός συνδυάζεται με το σχέδιο («Αποτύπωμα») το έργο αποκτά ένα ενδιαφέρον υπερρεαλιστικό κλίμα.

Μ’ αυτήν τη σημαντική σειρά βλέπουμε τον κύκλο να μπαίνει στο έργο του Ζογγολόπουλου και να γίνεται το πλαίσιο για νέες δομές, που ο Ζογγολόπουλος τις θέλει να διαπερνώνται από τον γύρω χώρο (όπως τον μεγάλο κύκλο με τα ελατήρια) ή να περιστρέφονται γύρω από ιδεατούς άξονες. Η κίνηση που τώρα εξερευνά ο γλύπτης είναι σε σχέση με το νερό, τη ροή και το βάρος του, που όπως είναι γνωστό είναι ένα από τα στοιχεία που πάντα γοήτεψαν τους κινητικούς.

Μ. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Η αντίδραση προέρχεται από το απλό γεγονός πως το έργο του Ζογγολόπουλου δεν είναι εικονικό, με άλλα λόγια δεν παριστάνει κάτι που μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και έτσι να ικανοποιηθούμε πως το καταλαβαίνουμε.

Πώς όμως να εξηγήσει κανείς, με δύο λόγια, πως υπάρχουν ανεικονικά έργα τέχνης το ίδιο αξιόλογα με τα παραστατικά και πως στα χρόνια μας τα πιο σημαντικά γλυπτικά μνημεία δεν είναι πια εικονικά;

Μ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ

Καθημερινή, 16 Ιουνίου 1993
Το ζήσαμε το 1986 με τον Κώστα Τσόκλη, που είχε μία δουλεία δύσκολα συναγωνίσιμη και που όλοι τον θεωρούσαν το φαβορί για το βραβείο. Το ζήσαμε και φέτος με το Γιώργο Ζογγολόπουλο, που η «κοινή γνώμη» ήθελε να παίρνει το βραβείο γλυπτικής, δεδομένου ότι και οι καθαροί γλύπτες απουσίαζαν.

ΜΑΝΩΛΗΣ MAYPOMATHΣ

Περιοδικό, θέματα χώρου και τεχνών – ΟΡ. ΔΟΥΜΑΝΗ
Στην ίδια πάντοτε έκθεση, η εργασία του Γιώργου Ζογγολόπουλου παρουσιάζεται με μια κινητική κατασκευή. Στο εσωτερικό ενός μετάλλινου κύκλου, διαμορφωμένοu με αρχιτεκτονικές αναλογίες, μικρά ελατήρια συντηρούν απειροελάχιστες κινήσεις.
Από τούς πρωτοπόρους της οπτικής και της κινητικής τέχνης στην Ελλάδα, ό Γιώργος Ζογγολόπουλος ασχολείται με έρευνες ανάλογες με παράλληλα ενδιαφέροντα στον διεθνή χώρο της καλλιτεχνικής σκέψεως, όπου τα οπτικά και τα κινητικά ρεύματα αποτελούν τις ώριμες και προωθημένες αναζητήσεις της τελευταίας δεκαετίας.
Στην περίοδο αυτή της εργασίας του, που άρχισε γύρω στο 1968, συνεχίζεται με νέα μέσα και όργανα ή παλαιότερη απασχόλησή του, που ήταν και αντιπροσωπευτική της δουλειάς του, για την εμφανή υπογράμμιση της δομής και του τρόπου κατασκευής του καλλιτεχνικού έργου (Μπιενάλε Βενετίας 1964).

Η δομή είναι εμφανέστερη στις οπτικοκινητικές του εργασίες και οργανώνεται αποκλειστικά σύμφωνα με τις λειτουργικές σχέσεις ανάμεσα στους τρόπους χρησιμοποιήσεως των δυνατοτήτων των υλικών και τα πραγόμενα φαινόμενα: κίνηση, μεταβολή του χρώματος, διάθλαση, αδιάκοπη τροποποίηση του σχήματος και της μορφής. Εργασία πού οδηγεί στην οικονομία των μέσων και καλλιεργεί (παράλληλα με τη λιτότητα και την απόρριψη των αισθητικών προϋποθέσεων) την πολλαπλότητα σε έρευνες διαφορετικές μεταξύ τους, που χαρακτηρίζονται όμως από το ίδιο πνεύμα αναζητήσεως του μεταβλητού και των εξελίξεών του, των λογικών λειτουργιών στη διαμόρφωση και στη διατύπωση της καλλιτεχνικής ευαισθησίας.

Ο Ζογγολόπουλος (Ελληνο-Αμερικανική Ένωση, Μάιος – Ιούνιος 1971) παρουσίασε μια ολότελα καινούργια όψη της ιδιοφυίας του με «κινητικά» έργα που δείχνουν πολύ νεανική απόλαυση για τις δυνατότητες του φωτός και των επιφανειών που κινούνται, και εξαιρετική ευρηματικότητα.

ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΛΛΙΓΑΣ

«ZOΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Ο Ζογγολόπουλος στην πρόσφατη δουλειά του φαίνεται ότι πραγματοποιεί ένα διάλογο με αυτό που άλλοτε είχα χαρακτηρίσει σαν «δυναμική ηρεμία». Προτείνει τώρα την «ήρεμη δράση», βάζοντας σε λειτουργία φυσικές δυνάμεις (το νερό, το βάρος), δραστηριοποιεί συγκρατημένες κινήσεις που δημιουργούν μια διαρκή αλλαγή στις φόρμες.

ΝΤΕΝΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αποσπάσματα από κείμενο του 1984, «ARTI 15, 1993»
Ο Zoγγoλόπoυλoς πετυχαίνει μέσα σ' αυτά τα πενήντα χρόνια δουλειάς να κρατήσει μια απ' τις πλέον δυναμικές και διαλεκτικές στάσεις ως προς τις συνεχείς μεταμορφώσεις, ρήξεις και τομές που ακούραστα επιτελεί το έργο του με την οξυδέρκεια ενός ερευνητή.

Η πνοή που χαρακτηρίζει τη σύλληψή του ξεπερνά τα στενά μέτρα του έργου σαν κατασκευασμένο αντικείμενο για να ανοιχτεί σε μια καθαρή προβληματική πάνω στη λειτουργία και την υπόσταση την ίδια της τέχνης. Με αυτήν την έννοια ο Ζογγολόπουλος είναι σύγχρονος καλλιτέχνης. Όχι γιατί μονάχα προσαρμόζεται στις επιταγές μιας νέας εποχής, όχι γιατί μελέτησε ή κι ακόμα χώνεψε τα διδάγματα του Picasso, του Brancusi ή ακόμα πιο σύγχρονων δασκάλων, μα γιατί εγκαταλείποντας κάθε προκατασκευασμένη λύση και κάθε φορμαλιστικά δοσμένο πρόβλημα εκ των προτέρων, πήρε το ρίσκο να συμμετάσχει κριτικά στην εποχή του. Η ερευνητική του μανία δεν περιορίζεται στον στείρο πειραματισμό ή στην επιφανειακή συνάρτηση μορφών, μα κατορθώνει με θάρρος και θετικότητα να βάλει τις μορφές σε λειτουργία και τις λειτουργίες σε κρίση.

Οι συνεχείς μεταμορφώσεις του έργου του σκοπεύουν σε μια ξεκάθαρη κι ακέραια καλλιτεχνική συνείδηση που, όχι μόνο αρνείται δυναμικά την υποταγή του καλλιτέχνη στις εικονογραφικές ή αναπαραστατικές επιταγές της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά δεν παύει να καταπιάνεται θετικά με την ανάγκη για μια ουσιαστική θεμελίωση της υπόστασης της τέχνης και την αποφασιστική ανάληψη του καλλιτεχνικού έργου ως συγκρoτημένo αισθητικό και ιδεολογικό σύνολο που ολοκληρώνει μια κοινωνική κι ιστορική λειτουργία, όχι μόνο ως περιεχόμενο, ούτε ως ύφος ή μορφή, αλλά σαν τον καθεαυτό τρόπο της ύπαρξής του.

Βάζοντας συνεχώς αντιμέτωπο τον εαυτό του με το θεατή, τα υλικά με το συγκεκριμένο χώρο, τις θετικές τους ιδιότητες με την αισθητική τους λειτουργία, ψάχνει συνεχώς και ασταμάτητα προκαλεί κάθε πεπερασμένη μορφή, με τρόπο που όχι μόνο εκπλήττει (απ’ αυτή την άποψη δεν είναι μοντέρνος με την στενή έννοια) αλλά και επιτρέπει, παράλληλα, με μια γενναιόδωρη φαντασία, την αποκάλυψη νέων δυνατοτήτων για τον άνθρωπο, την πολιτεία, τον κόσμο.

ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ

«ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Ένα εξαίρετο έργο χάρισε η Διεθνής Έκθεση στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Είναι το μεγάλο μεταλλικό γλυπτό, ύψους 18 περίπου μέτρων, έργο του γλύπτη Γεωργίου Ζογγολόπουλου, που ορθώνει την έντονη παρουσία του στην κύρια είσοδο της Εκθέσεως. Η κλίμακα του έργου και η δυναμική σύνθεση των στοιχείων του σε μιαν αδρή πλαστική μορφή ζωντανεύει το χωρίς χαρακτήρα αδιαμόρφωτο αυτό χώρο της πόλεως. Ο κατακόρυφος άξονας του μνημείου τονίζεται με το οριζόντιο πλακόστρωτο της πλατείας όπου είναι στημένο το έργο και τη μακρά και χαμηλού ύψους πτέρυγα των εισόδων, που διακριτικά αναπτύσσεται στην κατάλληλη θέση.

Στη σύνθεση χώρου, πύλης, μνημείου, το τελευταίο απoτελεί το κορυφαίο στοιχείο, κέντρον έλξεως, ορόσημο, ζωντανή παλλόμενη πλαστική συμφωνία, που αξιοποιεί την μεγάλη αυτή πλατεία και δίνει στην κύρια είσοδο της Εκθέσεως ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον υψηλότερης στάθμης.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΥΔΑΚΗΣ

«ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Επιθεωρώντας το έργο του Ζογγολόπουλου στις διάφορές του φάσεις μέχρι σήμερα, παρατηρούμε ότι η τελευταία του εργασία παρουσιάζεται σαν αρμονική συνέπεια των προσπαθειών του να κυριαρχήσει «δομικών» πλεγμάτων κυβιστικού - κοvστροuκτιβιστικού χαρακτήρα. Σ’ αυτό, το παιχνίδι σκιάς- φωτός εντείνεται και υπογραμμίζεται με ενεργοποίηση της φωτεινής πηγής και υπολογισμό των αποτελεσμάτων της, οπότε καταλήγει ο καλλιτέχνης στις φωτοκινητικές κατασκευές, που εκτίθενται στην Ελληνοαμερικανική Έvωση.

Το ότι ο Ζογγολόποuλος δημιουργεί με τα αφηρημένα έργα του σχέσεις με την πραγματικότητα (τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις) δίνοντάς τους τίτλους όπως:«Νυχτερινό», «Βυζαντινό», «Από ένα παράθυρο», δείχνει τη ρομαντική του αντίληψη, που τον χαρακτηρίζει και στο παρελθόν.

ΤΩΝΗΣ ΣΠΗΤΕΡΗΣ

Κατάλογος Biennale Βενετίας, 1964
Οι προεκτάσεις της διάστασης Αυτή τη στιγμή ο Γιώργος Ζογγολόπουλος είναι ένας από τους πιο άξιους γλύπτες που εργάζονται στην Ελλάδα.

Η πορεία που ακολούθησε για να λυτρωθεί από τα δεσμά του ρεαλισμού είχε βραδύ ρυθμό. Μέσα από διαδοχικά στάδια, περνάει από μια απλοποιημένη εικονικότητα σε παραστάσεις πιο σχηματικές, έχοντας κάνει μια σειρά από πειραματισμούς με εμφανή την επίδραση των ετρουσκικών αγαλμάτων, που μελέτησε με προσήλωση στα συχνά ταξίδια του στην Ιταλία. Αργότερα, καταλήγει σε μια αφηρημένη συμβολικότητα, όπου δεν συναντάει κανείς παρά πολύ μακρινές αναφορές στον αισθητό κόσμο. Η δουλειά του στο μέταλλο, του επιτρέπει να απαγκιστρωθεί από κάθε εμπόδιο, που ενέχει η στατικότητα άλλων υλικών. Σ' αυτό το στάδιο, επιχειρεί ένα μακρύ διάλογο, όπου μόνη του έγνοια είναι η αρχιτεκτονική των μορφών και η οργάνωσή τους στον χώρο.

Τα γλυπτά που παρουσιάζονται στην Μπιεννάλε υποδηλώνουν ένα έντονο ενδιαφέρον για αναζητήσεις γύρω από τις προεκτάσεις της διάστασης. Ο Ζογγολόπουλος λευτερώνεται από τη συγκεκριμενοποίηση των όγκων-μαζών, από τα αυστηρά, γεωμετρίζοντα διαγράμματα και επιχειρεί να ερευνήσει το δυναμικό στοιχείο, φτιάχνοντας ένα σύνθετο χώρο, όπου όλη η δύναμη συμπυκνώνεται, χάρη στην οικονομία των επιπέδων και την αίσθηση στερεότητας των όγκων. Άλλωστε η ανάγκη να «οικοδομεί» (συνέπεια της μακράς θητείας του στην αρχιτεκτονική) τον ωθεί στη δόμηση των συνθέσεών του με την τοποθέτηση αλλεπάλληλων στοιχείων και όχι με τη διάτρηση ή τη διάβρωση της ύλης. Αυτό αφαιρεί από το έργο του κάθε τυχαίο περιστατικό, δίνοντάς του μια εκφραστική ένταση και προεκτάσεις που διασυνδέονται με την κουλτούρα του.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ, Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ

ARTI 15 1993
Tα σύγχρονα έργα τέχνης όταν πρόκειται για εγκαταστάσεις και κατασκευές συνηθίσαμε να τα βλέπουμε ως τοπία μέσα ή έξω από την αρχιτεκτονική, που η εγκατάστασή τους ανάμεσά της δημιουργεί ένα δεύτερο ορίζοντα ενός κόσμου μετατοπισμένου, ο οποίος εναποτίθεται πάνω στον δικό μας οικείο χώρο της αρχιτεκτονικής με πλήρη και αδιαμφισβήτητη αυτονομία.

O νέος αυτός ορίζοντας της εγκεφαλικής τέρψης και συγκίνησης μετατόπισε το ενδιαφέρον από την απλή αναζήτηση της μορφής προς όφελος μιας νοητικής «εγκατάστασης» στην αντίληψη του θεατή. Τα νοητικά τοπία αρκούνται στην αφαίρεση ως οντολογική λειτουργία και οι σχέσεις τους με τον αρχιτεκτονικό χώρο διέπονται από άλλες αρχές που καθιστούν τον διάλογο σχεδόν αδύνατο, εκεί όπου η «καλλιτεχνημένη» αρχιτεκτονική γίνεται ηγεμονική απαιτώντας για τον εαυτό της τον ορίζοντα των μορφολογικών αναζητήσεων.

Οι σχέσεις του αρχιτεκτονικού χώρου και του χώρου που ορίζει το σύγχρονο έργο τέχνης σήμερα έχουν αλλάξει, δεν εξαρτώνται πλέον από συμβάντα που κατά κάποιο τρόπο καθόριζαν στο παρελθόν το πλαίσιο του διαλόγου ανάμεσα στις δύο τέχνες. Οι αλλεπάλληλες ρήξεις έφεραν στην επιφάνεια αξίες πιο επείγουσες για τον σημερινό κόσμο που έκαναν όρους, όπως: μέτρο, ρυθμός, αρμονία, αναλογίες των μερών, χρυσή τομή, να ηχούν ξεπερασμένοι, ή δευτερεύοντες. Βέβαια, οι παραπάνω αξίες, έχοντας μια οντολογική και βιολογική υπόσταση φαίνεται αδύνατον να ξεπεραστούν οριστικά, απλά γίνεται μια προσπάθεια κυρίως από τους καλλιτέχνες που δουλεύουν με εγκαταστάσεις ή κατασκευές να οριστούν διαφορετικά μέσα στο νέο πλαίσιο όπου παράγεται το σύγχρονο έργο τέχνης. Η αποδοχή πλέον στην εποχή μας του νέου ορίζοντα που υπερίσχυσε μετά την απόσπαση και αυτονόμηση, κάνοντας τις ρήξεις πιο κεντρικές (σήμερα πια δεν αναφερόμαστε σε πρωτοπορίες) μπορεί πια ν’ ασχοληθεί με τη σύνταξη νέων αρχών αρμονίας, μέτρου, ρυθμού κ.λ.π. που τις αντιλαμβανόμαστε σαν νοητικές κατηγορίες σε μία νέα τάξη ανάγνωσης των έργων που απαιτούσαν οι λειτουργίες της αφαίρεσης. Από δω και στο εξής δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να συμφιλιωθούμε με τον παλαιό όρο: ΓΛΥΠΤΙΚΗ.

Βέβαια, μέσα στην απεριόριστη ελευθερία υπάρχουν και έργα κυρίως νέων, όπου η έμφαση στη νοητική κίνηση πολλές φορές καταρρακώνει τη μορφή καθιερώνοντάς τα μόνον ως εκροή ρευστότητας. Το παιχνίδι με τις γυάλινες χάντρες παρέχει άπειρες δυνατότητες αλλεπάλληλων προσδιορισμών. Πάντως, αυτό που καθησυχάζει είναι ότι η προσέγγισή μας στον παλαιό όρο της Γλυπτικής που εν μέρει απορρέει από τον σύγχρονο διάλογο τέχνης και αρχιτεκτονικής, παρέχει τις δυνατότητες αποδοχής της συνέχειας στην παράδοση. Αυτό λοιπόν που μας κάνει σήμερα να ξαναμιλάμε για γλυπτική των σύγχρονων καλλιτεχνών ίσως να είναι η ανάγκη της ανασύνταξης ορισμένων παραδοσιακών αρχών μέσα στη σύλληψη του έργου τέχνης.

Ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος μπαίνει στην παρούσα σκηνή του σύγχρονου, ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση. Οι εννοιολογικές κατηγορίες αποδεικνύονται για το έργο του περιττές, εμφανίζεται πάνω σε μία σχεδία περισώζοντας τα σπαράγματα της γλυπτικής μορφής που τα περισυλλέγει διασχίζοντας τον αιώνα αναζητώντας την. Γεννημένος στην αρχή του αιώνα των μεγάλων ρήξεων με την παράδοση, φέρνει μέσα του την κυτταρική μνήμη όλων εκείνων που απορρίφθηκαν. Το μέτρο, η αρμονία, ο ρυθμός είναι έμφυτα όπως είναι έμφυτη η ευγένεια και το ήθος όταν κάνει γλυπτική. Οι ρήξεις, όταν γίνονται στο έργο του δεν φωνασκούν, ενώ η έννοια της γλυπτικής είναι μία μεγάλη κυρία που ο ευγενής και ήπιος χαρακτήρας του γλύπτη θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να απορρίψει. Επιπλέον, σε σχέση με τους σύγχρονους του ο Ζογγολόπουλος έχει έναν άσσο στο μανίκι την αρχιτεκτονική.

Στα χρόνια της μεγάλης φτώχειας στην απαίδευτη πατρίδα του όπου η ενασχόληση με την τέχνη ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, αυτός επιζούσε κάνοντας αρχιτεκτονική. Ζώντας ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα προσαρμόζει τον οικολογικό χαρακτήρα του έργου του στις απαιτήσεις της εποχής έτσι που το έργο του να παραμείνει πάντοτε σύγχρονο. Η πατρίδα του δεν τον κατάλαβε και δεν τον τίμησε, απεναντίας τον ταλαιπώρησε και τον εκδικήθηκε. Του έδωσε Α’ βραβεία σε διαγωνισμούς για δημόσια έργα που δεν κατασκευάστηκαν ποτέ, ενώ τερατουργήματα ξεφύτρωναν στη θέση τους, (π.χ. πλατεία Κλαυθμώνος) ίσως γιατί δεν σύχναζε στους διαδρόμους των υπουργείων, ούτε στους προθαλάμους των δήμων. Η Εθνική Πινακοθήκη ασχολείται με αναδρομικές μετρίων καλλιτεχνών ενώ αυτόν τον αγνοεί επιδεικτικά.

Η γνώμη μου είναι πως τη μεγάλη κατασκευή μπροστά από το περίπτερο της Ελλάδας στη φετινή Biennale της Βενετίας θα’ πρεπε να αγοράσει το κράτος από τον γλύπτη και να τον αφήσουν ελεύθερο να επιλέξει το σημείο της Αθήνας όπου θα τη στήσει για πάντα.

Ο Ζογγολόπουλος οδηγώντας σταθερά τη σχεδία του παρακολουθούσε αδιαλείπτως τα τεκταινόμενα όχι μόνο της τέχνης του αλλά παράλληλα και της αρχιτεκτονικής, όπως ασκούσε και την κριτική του στις δομές των θεσμών. Το 1991 όταν συμμετείχα με άλλους στη Biennale Αρχιτεκτονικής στον ίδιο χώρο όπου αυτός εκθέτει σήμερα, εκπροσωπώντας μόνος του την Ελλάδα, ήταν ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που παραβρέθηκε με έμπρακτο ενδιαφέρον για την πρόταση μας περί δημιουργίας ενός νέου Ελληνικού Περιπτέρου και κατεδάφισης της ψευτοβυζαντινής ύβρεως του υπάρχοντος που κανέναν διάλογο δεν μπορεί να έχει με τη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Έστω κι αν ο ίδιος ο αναχρονιστικός θεσμός της Biennale με την εκπροσώπηση εθνικών αντιπροσωπειών έχει εκπέσει. Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο δεν έχουμε ακόμη δει τη Biennale αλλά φωτογραφίες και τον τρόπο παρουσίασης περίπου στον χώρο μέσα και έξω αυτού που τόσο επιτυχώς έχει αποκαλέσει «Βυζαντινό ουρητήριο» - ένα περίπτερο ως γνωστόν δεν έχει πόρτα.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΙΚΡΙΩΜΑ

Αθήνα, 30 Μαΐου 1993, ARTI 15 1993

Δοκεί δε μέγα τι είναι και χαλεπόν ληφθήναι ο τόπος.
Αριστοτέλη, Φυσικά IV

Στα τελευταία του έργα αποκαλύπτει το μυστικό της αναζήτησης της ενότητας με τρόπο συμβολικό, ενοποιώντας τα στοιχεία του έργου του, ενώ σαν υλικό χρησιμοποιεί το ανοξείδωτο ατσάλι σε ελάχιστες διατομές που του παρέχουν τη δυνατότητα να δουλεύει με το φως. Τα έργα του είναι χαμηλόφωνα τεκμήρια της νοσταλγίας για την αρχιτεκτονική. Από το μαύρο τετράγωνο του Malevich ως τα σύγχρονα τοπία δωματίου, η διαμάχη των δύο τεχνών είναι στην ουσία μια ερωτική πράξη.

Ο Ζογγολόπουλος έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι πρόκειται για παρεξηγημένη σχέση σε στιγμές κρυφού εναγκαλισμού.
Δίχως να χρειάζεται, όπως πολλοί νέοι σύγχρονοι του, οικοδομικά υλικά και οικοσκευή για να το υποδηλώσει, αισθάνεται οντολογικά αναγκαίο να ασχοληθεί με την αναζήτηση της μορφής ψαρεύοντας σε κλασικές έννοιες, χωρίς να χρησιμοποιεί ούτε λέξεις αλλά ούτε και τα πράγματα, διατηρώντας μία πλαστική σχέση με την αρχιτεκτονική, ίσως γιατί είναι γνώστης της ατοπίας η οποία θα εγκατασταθεί στο ρήγμα που θα άνοιγε αν ο ένας «χώρος» εναντιωνόταν στον άλλο «χώρο».

Την επιθυμία της αρχιτεκτονικής την ξαναβρίσκει κανείς στα άδυτα των έργων του. Η χρήση του μεγεθυντικού φακού δεν έγινε για να απελευθερώσει τα αλλεπάλληλα πρόσωπα της μορφής, αλλά και για να αποτυπώσει το ίχνος μιας άλλης κλίμακας στο χώρο. Πολλοί τον κατηγορούν γι’ αυτή του την εμμονή στην αναζήτηση της μορφής, όμως νομίζω πως μέσα από αυτήν κατορθώνει, από τον αντίθετο δρόμο, να πει τα πάντα και μ’ ένα τρόπο εξίσου σύγχρονο. Ίσως γιατί, υπηρετώντας την πλαστική σαν χειρουργός, τοποθέτησε πάνω στο δέρμα της γης, ελιξήρια νεότητας- ίσως αυτό να είναι το μυστικό της μακροβιότητάς του και εκείνης της αδάμαστης νεανικής πνοής που τον περιβάλλει.

Μέσα στο έργο του έσωσε σαν σε κιβωτό το ήθος του καλλιτέχνη και τη συνέχεια της παράδοσης, περισώζοντας το απόσταγμα αυτού που άξιζε να περισωθεί: την προσωπική του θεραπευτική αγωγή προς τον υποθάλποντα μηδενισμό της εποχής του. Πειθαρχώντας τη σύλληψη σε κανόνες, σαν ένα είδος κοσμικού κάναβου, οι μορφές σε ανάταση πλησιάζουν το Υψηλό δίχως ίχνος ρητορικής μεγαλοστομίας.
Ο Ζογγολόπουλος τυλίγει τη γυμνή αφαίρεση με διαφανή ενδύματα και με χειρονομίες σεμνές, δεν την προδίδει- του χρειάζονται ως εφόδια που πάνω τους θα εναποθέσει τα σύμβολα, την κίνηση, τα στοιχεία. Ίσως αυτό να ήταν η Ελληνική γαλήνη και το αινιγματικό χαμόγελο του Κούρου, θεϊκό και δολοφονικό μαζί, πέρα από ηθικές κατηγορίες. Νέα νοήματα ξεχύνονται μέσα από τις συνθήκες της ανέλιξης της μορφής, σ’ αυτό το ταξίδι που ο Ζογγολόπουλος ξέρει καλά ότι δεν φθάνει στην Ιθάκη.
Τα σχόλια απουσιάζουν, οι συνειρμοί και τα σύμβολα κρύβονται επιμελώς κάτω από τη γλώσσα. Λεπτότητα, χάρις και ευγένεια περιβάλλουν τη μορφή που φαινομενικά εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια, όμως εδώ πιστεύω ότι έγκειται η σημασία του έργου του, κατορθώνοντας την ενότητα, μέσα σε αυτήν, ούτως ή άλλως, περιέχεται το παν.

Η γλώσσα του έργου είναι το ίδιο το έργο. Τα όρια που διαχωρίζουν το σύγχρονο από το κλασικό αναιρούνται και στο μεγάλο Ικρίωμα της Βενετίας το ίδιο το οπτικοκινητικό συμβάν της ανέλιξης της μορφής, γίνεται το περιεχόμενο.
Η γλώσσα του έργου είναι εκστατική και σε στιγμές έκστασης κανείς δεν μιλάει. Η σύνθεση δεν είναι μόνο σύνθεση των στοιχείων που τον απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια, αλλά και η σύνθεση των Τεχνών. Το μεγάλο Ικρίωμα, έτσι όπως θα στέκει μπροστά στην πρόσοψη του Ελληνικού περιπτέρου θα αναιρέσει την ύπαρξη του, δημιουργώντας μία δεύτερη πρόσοψη-πρόσωπο.

Η μεγάλη κατασκευή θα έχει μία αργή κίνηση καθώς από τους σωλήνες το νερό θα πέφτει πάνω στις ομπρέλες. Αργή, όπως η κίνηση της γης καθώς γλιστράει μέσα στο Σύμπαν. Ησυχία και περισυλλογή, ενώ οι ομπρέλες υποβοηθούμενες από τους ακοντισμούς του φωτός που εκπέμπουν οι λεπτές διατομές του ατσαλιού και από τη διαφάνεια αναιρούν το πρόβλημα του Μπαρόκ για τη στατικότητα των αγγέλων.

Η ανάληψη της μορφής έχει συντελεστεί.
Το μεγάλο Ικρίωμα είναι ένας ύμνος στο φως. Μέσα στην απόλυτη διαφάνεια της μεγάλης κατασκευής αναιρείται η βαρύτητα, έτσι που το φως συνδυαζόμενο με την ελαφράδα βοηθάει τον θεατή στηρίζοντας πάνω στο Ικρίωμα την αυταπάτη της ανάληψης. Οι ομπρέλες, όπως και το ποδήλατο, ως αντικείμενα του κατασκευαστικού ταλέντου του ανθρώπου, εμπεριέχουν καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη μορφή το απουσιάζον σώμα του. Η αφαίρεση του σώματος διασώζεται στη μορφή της ομπρέλας.

Η κατασκευή θα μπορούσε να επεκταθεί ως το άπειρο, όπως εκείνη η κολώνα του Brancusi, αν δεν είχε λόγο να γίνει η μάσκα του περιπτέρου. Τα ακόντια καρφώνονται στην κατασκευή για να ενσωματώσουν ένα μυστικό υδραυλικό ρυθμό σε μια μουσική ενορχήστρωση.

Το μεγάλο Ικρίωμα είναι μια προσφορά για τις μουντές και βροχερές ημέρες μας. Σαν την αυγή γεμάτο δροσοσταλίδες εφηβικής αφύπνισης ξυπνάει μέσα μας την πιο παλαιά επιθυμία του καινούργιου.

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ

«ZONGOLOPOULOS XLV BIENNALE ΒΕΝΕΤΙΑΣ 1993»
Περισσότερο κατασκευαστική τώρα η τέχνη του Ζογγολόπουλου βασίζεται σε μια σειρά από γνωστά θέματα, όπως ο κύκλος και το τετράγωνο, τα κάθετα και οριζόντια σχήματα, οι επαναλήψεις των μορφών και η έμφαση στη σπείρα, ο συνδυασμός στερεών και ρευστών στοιχείων, η αντίθεση στατικών και κινητικών τύπων. Στα πιο σημαντικά από τα έργα αυτής της κατηγορίας ο μελετητής διαπιστώνει την προσπάθεια του Ζογγολόπουλου να δώσει νέες διαστάσεις στην καλλιτεχνική του δημιουργία, με τη χρησιμοποίηση νέων υλικών και το συνδυασμό σύγχρονης τεχνολογίας και μορφικών τύπων με πολλαπλό και συχνά αντιφατικό περιεχόμενο. Έτσι, τα έργα του όχι μόνο έχουν απομακρυνθεί από τους καθιερωμένους στο παρελθόν νόμους της πλαστικής μορφής, αλλά και έχουν προσαρτήσει στοιχεία της ζωγραφικής- το χρώμα της μουσικής- ακουστικές και ρυθμικές αξίες, και των τεχνών της κίνησης, όπως του χορού- συνδυασμοί υγρών και στερεών. Και ενώ στα έργα που χρησιμοποιούνται φακοί έχουμε συχνά το στοιχείο του μνημειώδους, σε άλλα, που βασίζονται στα ελατήρια και στη σπείρα, επιβάλλονται εσωτερικά τα κινητικά φαινόμενα, και σ’ αυτά που χρησιμοποιούν το νερό σαν αφετηρία της κίνησης και εκφραστική αξία, όλος ο χώρος του έργου αποκτά μια νέα αυτονομία.

Χρύσανθος Χρήστου - Ιστορικός Τέχνης

ACHILLE BONITO OLIVA

Art Magazine
Ιδιαίτερα σημαντική η συμμετοχή του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου, κυρίως για το εξωτερικό γλυπτό, καθώς κατάφερνε να πραγματοποιήσει ένα είδος διαπλοκής ανάμεσα στο μέταλλο και στο νερό, δίνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την αίσθηση του λιμνιαίoυ χώρου της Μπιενάλε, ένα χώρο που λικνίζεται πάνω στο νερό.

BERNAND ΗAZAN

1970, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΓΛΥΠΤΙΚΗΣ
...Το υλικό που προτιμάει ο Ζογγολόπουλος είναι το οξυγονοκολλημένο σίδερο. Το χειρίζεται με δύναμη και δεξιοτεχνία, για να φτιάξει γλυπτά που είναι αναμφισβήτητα μνημειακά, με καθαρές, ορθολογικές διαρθρώσεις, αποφεύγοντας κάθε στατικότητα. Παρ’ όλη την αυστηρότητά τους, έχουν μια πλευρά μαγική που προέρχεται από την υποβολή μιας ενόρασης του χώρου σε μεγάλη κλίμακα στην υπηρεσία μιας νέας πόλης.

CHARLES SPENSER

στο περιοδικό "SCULTURA"
...Ο Ζογγολόπουλος είναι πάντα έτοιμος να πειραματιστεί με τα υλικά και με την έκφραση, μέσα από έργα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από τις γωνιώδεις, μοναχικές φιγούρες ως τις περίπλοκες, δυσδιάστατες ανάγλυφες διακοσμήσεις.

DENYS CHEVALIER

Από το κείμενο του Denys Chevalier Κριτικού Τέχνης Ιδρυτή του «Salon de la Jeune Sculpture», 1968. "ZONGOLOPOULOS, XLV Biennale Βενετίας 1993"
Πλαστικά, την ευαισθησία αυτή του γλύπτη, τη διέκρινα λοιπόν, όχι μόνο στην προσωποποίηση ορισμένων στοιχείων σε επίπεδες πλάκες, αλλά επίσης και στη διάταξή τους σε όγκους συγκροτημένους, χάρη σε μιαν οργανική μέθοδο ανάπτυξης, λογικά τόσο αναπόφευκτης, όσο για παράδειγμα και η βλάστηση φύλλων πάνω σε κλαδί. Έτσι, οι λέξεις ή το λεξιλόγιο, αν θέλετε, ακόμη και η ομιλία του Ζογγολόπουλου, είχαν επηρεαστεί από ένα συγκινησιακό παράγοντα ταυτόσημο και αποτελεσματικό.

Εντούτοις, υπήρχε κι ένα άλλο πεδίο πλαστικής έκφρασης του καλλιτέχνη, όπου διέκρινα τα ίχνη μιας ευαισθησίας, όχι συνηθισμένης. Θέλω να μιλήσω για τα κενά που μπαίνανε στο γλυπτικό του θέμα σαν σιωπές, σαν αναπνευστικές παύσεις, κάτι σαν στίξη.
Ο ρυθμός, έκτοτε, κρατά στη γλώσσα του γλύπτη, τη σημαντική θέση ενός αισθητικού, προαγωγικού παράγοντα, ενός ενεργητικού κινήτρου και πιο συγκεκριμένα, ενός συνδέσμου επιφορτισμένου να συναρμολογεί μεταξύ τους, τις διάφορες φάσεις της πλαστικής εξέλιξης. Για το λόγο αυτό, αναρωτιέμαι αν δεν θα έπρεπε να αποδοθεί σ' αυτή την τόσο ασυνήθιστη μέθοδο επεξεργασίας (παρά την εμφανή ανθρωπομορφική έννοια) το μεγαλειώδες μνημείο, αφιερωμένο στις ηρωίδες του Ζαλόγγου, που το μελέτησε μεν από το 1954, το πραγματοποίησε όμως το 1960.

Γιατί αν κάτι νεκρό, άψυχο, μπορεί να επηρεάζεται από μια ομοιογένεια συγκροτήσεως, αυτό δεν αρκεί βέβαια για να του αποδοθεί ο τίτλος του έργου τέχνης. Αυτός δίδεται μόνο στην περίπτωση ενός ζωντανού σχήματος, σ' έναν οργανισμό. Κι έτσι υπεισέρχονται στη γλυπτική του Ζογγολόπουλου, οι ρυθμικές διαβαθμίσεις για τις οποίες μιλούσα πριν λίγο. Σε μια βαθιά και ρεαλιστική ενότητα που προέρχεται από μορφολογικό υλικό, βγαλμένο από απλές μήτρες, ο γλύπτης εμφυτεύει την αμφιβολία και την πολυπλοκότητα των ευαίσθητων ρυθμών, που ζωντανεύουν το σύνολο των πλάνων του, Έτσι, με επαναλήψεις, διαδοχές ή αντιθέσεις, δίνει ζωή στην ύλη, κάνοντας να κυκλοφορεί στο εσωτερικό της το φως, σαν να 'ταν αίμα.

Πράγματι με τον αυτοέλεγχο, το πνευματικό σφρίγος και τη διαύγεια έκφρασης, μπορούμε κάλλιστα να καθορίσουμε τα θεμέλια της τέχνης του γλύπτη αυτού. Και είναι ακριβώς αυτή η στενή σχέση, ανάμεσα στο πνεύμα και στην υλοποίησή του, που κυρίως μ' εντυπωσίασε στα τελευταία έργα του Ζογγολόπουλου. Και αναφέρομαι, όχι μόνο στα μνημεία που έφτιαξε στη Θεσσαλονίκη ή αλλού, μα και στις μικρές μακέτες και τα γλυπτά του.

Σε όλα του τα έργα, παρατήρησα, εδώ και μερικά χρόνια, εκτός από ένα σαφή καθορισμό των όγκων και αντίστοιχο περιορισμό του αριθμού των βασικών οχημάτων που χρησιμοποίησε, μια δυναμική επίσης αναζήτηση στην κατανομή των κενών και των μη-κενών.

...Με την καθαρότητα και το απογύμνωμα της αρχικής ιδέας, του αρχικού υλικού του, με τη λιτότητα έκφρασης και τις αυστηρές γεωμετρικές αρθρώσεις, ο καλλιτέχνης ανήκει στην πρώτη σειρά των σύγχρονων καλλιτεχνών που πασχίζουν να δημιουργήσουν μια αποφασιστικά μοντέρνα γλυπτική, όχι με βάση μια αμεσότητα που επηρεάζεται από τις μεταλλαγές της επικαιρότητας, αλλά με βάση κάτι που έχει διάρκεια και ανήκει στο παρελθόν και στο μέλλον.

Η Τέχνη και το Περίβλημά της
Από κείμενο του Denys Chevalier Ιδρυτή του Salon de la Jeune Sculpture, 1968, ARTI 15, 1993 Η ενότης αντιμετωπίζεται σαν ο αντικειμενικός σκοπός, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη σύλληψη, αλλά και την εκτέλεση. Σε αυτό έγκειται, κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο μυστικό της μνημειακής τέχνης, σε όλες τις εποχές της Ιστορίας της Τέχνης, όπως εμφανίζεται, εδώ κι εκεί, κατά καιρούς, σε ορισμένες προνομιούχες, πλαστικές ιδιοσυγκρασίες.

Πάντως η ενότης αυτή δεν θα άξιζε τίποτε και δεν θα κατέληγε σε κάτι αισθητικά σημαντικό, χωρίς τον ρυθμό και χωρίς τις διαβαθμίσεις που του δίνουν ζωντάνια. Γιατί, αν κάτι νεκρό, άψυχο μπορεί να επηρεάζεται από μια ομοιογένεια συγκροτήσεως, αυτό δεν αρκεί βέβαια για να του αποδοθεί ο τίτλος του έργου τέχνης. Αυτός δίδεται μόνο σ’ έναν οργανισμό. Κι έτσι υπεισέρχονται στη γλυπτική του Ζογγολόπουλου, οι ρυθμικές διαβαθμίσεις. Σε μια βαθιά και ρεαλιστική ενότητα που προέρχεται από μορφολογικό υλικό βγαλμένο από απλές μήτρες, ο γλύπτης εμφυτεύει την αμφιβολία και την πολυπλοκότητα των ευαίσθητων ρυθμών, που ζωντανεύουν το σύνολο των πλάνων του. Έτσι, με επαναλήψεις, διαδοχές ή αντιθέσεις, δίνει ζωή στην ύλη, κάνοντας να κυκλοφορεί στο εσωτερικό της το φως, σα να’ ταν αίμα.

Κι έπειτα, όλα γίνονται ζήτημα σχέσεων, μεταξύ στοιχείων ή αναλογιών, μέσα στο καλύτερο, δυνατόν, κλασικό πνεύμα (παραδοσιακό και επαναστατικό συγχρόνως). Είναι κάμποσος καιρός που σκεφτόμουν τον όρο «κλασικό», παρεξηγημένο συχνά και χαίρομαι που παρουσιάστηκε επιτέλους η ευκαιρία να τον χρησιμοποιήσω για τον Ζογγολόπουλο.

Πράγματι με τον αυτοέλεγχο, το πνευματικό σφρίγος και τη διαύγεια έκφρασης, μπορούμε κάλλιστα να καθορίσουμε τα θεμέλια της τέχνης του γλύπτη αυτού. Αντίθετα με τον αντιπαθητικό εξπρεσιονισμό, κοινό επιδειξιακό αράδιασμα αισθημάτων, που χειροτερεύει περισσότερο με την προσέγγιση της φόρμας, ο κλασικισμός με τον συνεχή έλεγχο που ασκούν πάνω τους και μεταξύ τους ο καλλιτέχνης και το έργο του, οδηγεί στην ανώτερη βαθμίδα συμβίωσης την υπόσταση της τέχνης και το περίβλημά της. Στενά καθορισμένη από τη συμβίωση αυτή, ενώνεται όχι μόνο με όλες τις παραλλαγές του φωτός και υπακούει στις απαιτήσεις του χώρου, αλλά επιπλέον ερμηνεύει πιστά, χωρίς ν’ αλλοιώνει ή να αποδυναμώνει, την αρχική συγκίνηση.

ENRICO CANTUCCI

"La Nuova Venezia", 10 Ιουνίου 1993
Αλλά η έκπληξη που δημιουργεί νέα ερεθίσματα, είναι ο Γιώργος Ζογγολόπουλος που έδωσε ζωή στο ελληνικό Περίπτερο με τις διαφανείς ομπρέλες του με τη λεπτότατη δομική υφή, οι οποίες διαστέλλονται από τεράστιους μεγεθυντικούς φακούς και έρχονται σε αντίθεση με τις χαλύβδινες σταγόνες της βροχής, αιωρoύμενες και αυτές σε ένα χώρο σπάνιας ποίησης.

JEAN STAROBINSKI

«ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Εξετίμησα έντονα την πλούσια πλαστική εφευρετικότητα που εκφράζει αυτό το σύνολο των στοιχείων όπως και την ευτυχή συμφιλίωση ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο.

JEAN-LUC EPIVENT

ZALONGO, 1984, «ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Μία από τις αξίες του Ζογγολόπουλου είναι η ικανότης με την οποία κυριαρχεί τη μνημειακή τέχνη. Ξέρει να εκδηλώνεται σαν ένας καταπληκτικός ελευθερωτής του χώρου, στην πιο δυνατή έννοια του όρου, αυτόν που ο φυσικός χώρος των διαστάσεων μας οδηγεί προς το ίδιο βαθύ χώρο που υπάρχει, τον πιο ρευστό και πιο οικείο: τον γνήσιο ψυχικό μας χώρο.
Απ’ αυτήν την άποψη τέλεια αντιπροσωπευτικό είναι το μνημείο Ζαλόγγου ύψους 15,00 μ. ορατό από 35 χιλιόμετρα, πραγματοποιημένο στην κορυφή του βράχου και στη μνήμη των ηρωίδων. Εδώ όλα είναι απλοποίηση, οι γραμμές, τα πλάνα, οι όγκοι, όλα υποταγμένα στο ουσιώδες, όλα τέλος σε μια ανάταση: η κατάλευκη πέτρα στημένη στο γαλάζιο για να τονώσει ένα μήνυμα όμοιο με προσευχή, ένα τόσο βαθύ μήνυμα, τέτοιας αξίας απορροφώντας το φως με την αιώνια ευλογία της θάλασσας.

MARIATERESA BENEDETTI

"Il Tempo", 13 Ιουνίου 1993
Ο Έλληνας Ζογγολόπουλος κατασκευάζει ένα σύμπαν όπου δεσπόζει το υγρό στοιχείο, με χιούμορ <εποικισμένο> από ομπρέλες.

MARTINA GALLUPO

"Dossier", Αύγουστος 1993
Μπροστά στα σκαλοπάτια του περίπτερου ορθώνεται ένα «κινητικό» μεγάλων διαστάσεων. Είναι μια μεταλλική κατασκευή. Δεκάδες ομπρέλες ανυψώνονται προς τον γαλάζιο ουρανό και κατεβαίνουν σιγά σιγά λικνιζόμενες, σπρωγμένες από σταλαγματιές νερού που ρέουν μέσα σε μικρούς σωλήνες οι οποίοι ισοζυγίζονται από μικρές αλυσίδες. Η ανυψωτική τους κίνηση θυμίζει σύννεφα μιας ζεστής ανοιξιάτικης μέρας.

PIERRE RESTANY

1988 - Το μέτρο, χαρά όλων, «ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990»
Ξέρουμε πως οι αρχαίοι Έλληνες, λάτρεις της αρμονίας, είχαν σχετικά με την ανθρώπινη υπόσταση, δηλαδή με τη φιλοσοφία ή τη σοφία, μια κάποια αμφιβολία. Αρνιόντουσαν το συναισθηματικό πάθος όπως και τον δογματισμό στην ιδεολογία. Σεβόντουσαν και τα δύο φύλα, μέσα στη λάμψη της νιότης. Τυπικά το σύστημα του Ζογγολόπουλου στηρίζεται στην ισορροπία της μη-αναπαράστασης. Δεν υπάρχει τίποτε το παράλογο στην εκφραστική απόδοση που βασίζεται στην ιδέα μιας λογικής αρμονίας.

Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για γεωμετρία στο έργο του, θα 'ναι για μια λογική του ρυθμού. Η φόρμα είναι εικόνα, εφόσον διέπεται αυτόματα από τον νόμο της κατασκευής. Το μήνυμα του καλλιτέχνη είναι μήνυμα πνευματικής γαλήνης. Σπάνια έχω δει έργο τόσο καλά συγκερασμένο, χωρίς καθόλου έλλειψη γούστου. Η ανθρωπότης στην οποία αναφέρεται, δεν είναι ένας κόσμος ιδανικός. Υπακούει σε ένα σύστημα λίγο καλύτερο που ξέρει να μας κάνει να συμμετέχουμε και μας ευαισθητοποιεί στο αντίστοιχο ποιοτικό πέρασμα. Αυτή ακριβώς η ελευθερία του πνεύματος που τον χαρακτηρίζει είναι που με γοητεύει και με καθησυχάζει στην επαφή με το έργο του. Όσο υπάρχουν γλύπτες σαν τον Γιώργο Ζογγολόπουλο, ο κόσμος θα μπορεί να πιστεύει στην δύναμη της τέχνης: η οπτική συγκίνηση του καθενός για την τέρψη όλων.

RODERICK CONWAY MORRIS

"International Herald Tribune", 19 Ιουνίου 1993
Δύο προσωπικότητες μεγάλων στην ηλικία καλλιτεχνών, έκαναν έντονη την παρουσία τους. Η Λουίζ Μπουρζουά, η Αμερικανίδα γλύπτρια, και ο Ζογγολόπουλος που συνθέτει προκλητικά "κινητικά" με νερό.
Ένα τέτοιο βρισκόταν έξω από το ελληνικό Περίπτερο και αποτελούσε μια εντυπωσιακή κατασκευή από ανοξείδωτο χάλυβα και μεταλλικές ομπρέλες σε φυσικό μέγεθος οι οποίες κινούνταν πάνω -κάτω, ανάλογα με τη ροή του νερού που διαπερνούσε την κατασκευή.
Στα 92 του ο Ζογγολόπουλος, δέκα χρόνια μεγαλύτερος από την Μπουρζουά, εργάζεται ασταμάτητα...

SAMUEL C. JOHNSON

The Council House, Racine Wisconsin, 1980, «ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ 1990» Αισθάνομαι ότι τα έργα στο Council House, συμπεριλαμβανομένων και των δικών σας, παρουσιάζουν μερικούς από τους καλύτερους καλλιτέχνες και τεχνίτες στον κόσμο σήμερα, που βοηθάνε τον κεντρικό σκοπό του Κέντρου Συνεδριών. Είμαστε ευτυχείς που έχουμε τη δουλειά σας σ’ αυτή τη μοναδική συλλογή.

ECOLOGIA - NUOVA VENEZIA

2 Ιουνίου 1993
Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος στο ελληνικό Περίπτερο με τις ποιητικές, διαφανείς, μετέωρες ομπρέλες.

FEUILLTON

12 Ιουνίου 1993
Οι Έλληνες με αυτές τις τρυφερές, ποιητικές γλυπτικές κατασκευές από φίνο ανοξείδωτο χάλυβα, καθρέφτες, νερό και περιπαικτικές ομπρέλες, του σοφού γέροντα Ζογγολόπουλου, πέτυχαν μια εντυπωσιακή παρουσία στη Μπιενάλε.

MANIFESTO

16 Ιουνίου 1993
Ο Έλληνας Ζογγολόπουλος εμφανίζεται σαν γλύπτης του νερού και του χάλυβα, τόσο ώστε να επαναφέρει στη ζωή τη θεότητα του αιώνιου .

NATO PRESS

Nato Press Νο 27, 1964 Roma. «Η Ελλάδα στη Biennale της Βενετίας»
Στο χώρο της γλυπτικής η Ελλάδα παρουσιάζει αυτό το χρόνο στη Biennale έναν από τους πιο σημαίνοντες δημιουργούς της, που εργάζονται στο εσωτερικό των εθνικών συνόρων: Τον Γεώργιο Ζογγολόπουλο.

...Αφού πέρασε ανάμεσα από διάφορες εμπειρίες, έφτασε με τα τελευταία του έργα, που θα παρουσιάσει σε μια επιμελημένη εκλογή στο ελληνικό περίπτερο, μια αφηρημένη συμβολικότητα, που η αναφορά στο συγκεκριμένο εξαφανίζεται ή μένει σαν μακρύς υπαινιγμός στον αισθητό κόσμο. Στο εσωτερικό του έργου του δημιουργεί ένα διάλογο, που το βαθύ μοτίβο είναι το ενδιαφέρον της φόρμας και της διάταξης στο χώρο.

VERONA FEDEVE

Provocazioni della Biennale
Ο Έλληνας Γιώργος Ζογγολόπουλος είναι ποιητικός και θεαματικός με τις ομπρέλες από ανοξείδωτο χάλυβα.

RAOUL-JEAN MOULIN

Raoul-Jean Moulin, Ζογγολόπουλος 1990
Ο Ζογγολόπουλος, εκτός της δυναμικής απλοποίησης του έφιππου, χαράζει τις μεταλλικές πλάκες και τις απλώνει σαν πανιά στο διάστημα για να προβάλλει σπασμένους ρυθμούς.

Φωτογραφίες

Φωτογραφίες